ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ:
Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΟΥΣ
Ποια είναι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης;
Όπως ξέρουμε, η Καινή Διαθήκη αποτελείται από 27 μικρά ελληνικά γραπτά, που συνήθως αποκαλούνται «βιβλία», από τα οποία τα πέντε πρώτα έχουν ιστορικό χαρακτήρα, γι' αυτό κι ενδιαφέρουν περισσότερο στην παρούσα μελέτη.
Τέσσερα απ' αυτά τα ονομάζουμε Ευαγγέλια, γιατί το καθένα τους διηγείται το Ευαγγέλιο - Τα Καλά Νέα - πώς ο Θεός αποκάλυψε τον Εαυτό Του εν Χριστώ Ιησού, για την απολύτρωση του ανθρώπινου γένους. Και τα τέσσερα συνδυάζουν λόγια και έργα του Ιησού, δεν μπορούν όμως να ονομασθούν βιογραφίες, με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, γιατί ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τα δύο- τρία τελευταία χρόνια της ζωής Του και αφιερώνουν ένα φαινομενικά δυσανάλογο διάστημα στην εβδομάδα που προηγήθηκε του Θανάτου. Του. Δεν σκοπεύουν ν' αποτελέσουν τον «Βίο» του Χριστού, αλλά μάλλον να παρουσιάσουν, από διαφορετικά πρίσματα, και αρχικά από διαφορετικές κατηγορίες αναγνωστών, τα Καλά Νέα σχετικά μ' Αυτόν. Τα πρώτα τρία Ευαγγέλια (τα κατά Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά). συνήθως ονομάζονται «Συνοπτικά Ευαγγέλια», λόγω του ότι παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τα συνδέουν.
Το πέμπτο ιστορικό κείμενο, οι Πράξεις των Αποστόλων, αποτελεί στη πραγματικότητα συνέχεια του τρίτου Ευαγγελίου, είναι γραμμένο από τον ίδιο συγγραφέα, το γιατρό και σύντροφο του αποστόλου Παύλου, τον Λουκά.
Μας δίνει την περιγραφή την ανάπτυξης του Χριστιανισμού μετά την Ανάσταση και Ανάληψη του Χριστού, και της επέκτασής του προς τα δυτικά, από την Παλαιστίνη στη Ρώμη, μέσα σ' ένα διάστημα τριάντα χρόνων, μετά την σταύρωση.
Από τα υπόλοιπα κείμενα, 21 είναι Επιστολές. Οι δεκατρείς απ' αυτές φέρουν το όνομα του Παύλου, εννιά απ' αυτές απευθύνονται σε εκκλησίες και τέσσερις σε μεμονωμένα άτομα.
Μια άλλη επιστολή, η Επιστολή προς Εβραίους, είναι ανώνυμη, αλλά αρχικά είχε συνδεθεί με τις Επιστολές του Παύλου, κι έτσι συχνά αποδίδεται στον Παύλο. Κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκε λίγο πριν το 70 μ.Χ. για μια κοινότητα Χριστιανών Ιουδαίων της Ιταλίας. Από τις υπόλοιπες Επιστολές, η μια φέρει το όνομα του Ιακώβου, πιθανώς του αδελφού του Κυρίου μας· μία το όνομα του Ιούδα, που αυτοαποκαλείται αδελφός του Ιακώβου και δύο του Πέτρου. Υπάρχουν ακόμα τρεις Επιστολές, που είναι ανώνυμες, αλλά επειδή παρουσιάζουν φανερή συγγένεια με το τέταρτο Ευαγγέλιο έχουν γίνει γνωστές από πολύ νωρίς, σαν Επιστολές του Ιωάννη. Το βιβλίο που απομένει είναι η Αποκάλυψη. Ανήκει σε ένα λογοτεχνικό είδος που αν και για μας είναι παράξενο, ήταν πολύ γνωστό στους Ιουδαϊκούς και Χριστιανικούς κύκλους της εποχής, στους αποκαλυπτικούς.
Η εισαγωγή στην Αποκάλυψη γίνεται από επτά επιστολές, που απευθύνονται σε επτά εκκλησίες της περιοχής της Ασίας. Ο συγγραφέας, ονόματι Ιωάννης, βρισκόταν τότε εξόριστος στο νησί Πάτμος του Αιγαίου πελάγους και καταγράφει μια σειρά οραμάτων που συμβολικά παρουσιάζουν την νύφη του Χριστού, τόσο μέσα στο δικό Του πάθος, αλλά και μέσα στα παθήματα των δικών Του στα χέρια των εχθρών Του και εχθρών τους. Το βιβλίο γράφτηκε την εποχή των Φλαβιανών αυτοκρατόρων (69 - 96 μ.Χ.) για να ενθαρρύνει τους καταπιεσμένους Χριστιανούς με την επιβεβαίωση πως, πέρα από τα ολοφάνερα εμπόδια τα οποία είχαν ν' αντιμετωπίσουν, η νίκη τους δεν ήταν αμφίβολη. Στον Ιησού και όχι στον Καίσαρα είχε δοθεί η εξουσία του κόσμου από τον Παντοδύναμο Θεό.
Επομένως, από αυτά τα 27 βιβλία μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα πέντε πρώτα, προς το παρόν, αν και τα υπόλοιπα, ιδιαίτερα οι Επιστολές του Παύλου, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για μας, καθώς περιλαμβάνουν ιστορικούς υπαινιγμούς ή ρίχνουν φως στα Ευαγγέλια και στις Πράξεις.
Ποιες είναι οι χρονολογίες αυτών των κειμένων;
Όπως είναι γενικά δεκτό, η σταύρωση του Χριστού έγινε το 30 μ.Χ. Σύμφωνα με τον Λουκά 3/1, η δραστηριότητα του Ιωάννη του Βαπτιστή, που προηγήθηκε της δημόσιας διακονίας του Κυρίου μας, χρονολογείται στο «15ο έτος της βασιλείας του Τιβέριου Καίσαρα». Ο Τιβέριος έγινε αυτοκράτορας τον Αύγουστο του 14 μ.Χ. και σύμφωνα με την μέθοδο υπολογισμού, γνωστή στη Συρία, που ακολούθησε ο Λουκάς, το 15ο έτος της ηγεμονίας του άρχισε το Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη του 27 μ.Χ. [Αυτή η μέθοδος στη Συρία, που διατηρήθηκε από την εποχή των Σελευκιδών, μετρούσε τα χρόνια ηγεμονίας αρχίζοντας από το Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη. Εφόσον ο Τιβέριος έγινε ηγεμόνας τον Αύγουστο του 14 μ.Χ., το επόμενο ηγεμονικό έτος του θεωρήθηκε ότι άρχιζε απ' το Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του ίδιου χρόνου. Το Ιουδαϊκό Πάσχα του Ιωάννη (2/13 επ.) επομένως, ήταν το Μάρτη του 28 μ.Χ., και τούτο συμφωνεί με τη χρονολογική ένδειξη του 2/20, γιατί ο Ναός του Ηρώδη άρχισε να οικοδομείται το 20-19 π.Χ. και 46 χρόνια από τότε μας φέρνουν στο 27-28 μ.Χ.]. Το τέταρτο Ευαγγέλιο αναφέρει τρία Πάσχα μετά απ' αυτή την χρονολογία. Το τρίτο Πάσχα απ' αυτή τη χρονολογία πρέπει να ήταν το Πάσχα του 30μ.Χ, κατά το οποίο, βάσει και άλλων πληροφοριών, έγινε, κατά πάσα πιθανότητα, η σταύρωση. Σ' αυτή τη χρονολογία, επίσης, όπως ξέρουμε από άλλες πηγές, ο Πιλάτος ήταν ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Ιουδαίας, ο Ηρώδης Αντύπας τετράρχης της Γαλιλαίας και ο Καϊάφας αρχιερέας των Ιουδαίων.
Η Καινή Διαθήκη ολοκληρώθηκε, ή ουσιαστικά ολοκληρώθηκε, το 100 μ.Χ., ενώ η πλειοψηφία των κειμένων είχε έρθει στην ύπαρξη είκοσι ή σαράντα χρόνια πριν από τότε. Σ' αυτή τη χώρα[¹⁴] η πλειοψηφία των σύγχρονων λόγιων τοποθετεί χρονολογικά τα τέσσερα Ευαγγέλια ως εξής: Κατά Ματθαίο 85-90 περίπου, κατά Μάρκο 65 περίπου, κατά Λουκά 80-85 περίπου, κατά Ιωάννη 90-100 περίπου. Προσωπικά κλίνω στην αρχαιότερη χρονολόγηση των τριών Ευαγγελίων: Του Μάρκου γύρω στο 64 ή 65 μ.Χ, του Λουκά λίγο πριν το 70, και του Ματθαίου λίγο μετά το 70. Ένα κριτήριο που βαραίνει για μένα, είναι η σχέση που παρουσιάζουν αυτά τα κείμενα με την καταστροφή της πόλης και του ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 μΧ. Η άποψή μου στο θέμα αυτό είναι πως το κατά Μάρκο και το κατά Λουκά γράφτηκαν πριν απ' αυτό το γεγονός και το κατά Ματθαίο όχι πολύ αργότερα.
Αλλά, ακόμα και με τη μεταγενέστερη χρονολόγηση, το θέμα είναι ενθαρρυντικό από την άποψη του ιστορικού, γιατί τα τρία Ευαγγέλια γράφτηκαν σε μια εποχή που βρίσκονταν στη ζωή πολλοί από εκείνους που μπορούσαν να θυμηθούν τι είπε και τι έκανε ο Ιησούς, και λιγότεροι βέβαια θα εξακολουθούσαν να είναι ακόμα στη ζωή όταν γράφτηκε το τέταρτο Ευαγγέλιο. Αν μπορούσε να αποδειχθεί πως οι συγγραφείς των Ευαγγελίων χρησιμοποίησαν πηγές πληροφοριών που ανήκαν σε κάποια πρωιμότερη περίοδο, τότε η κατάσταση θα ήταν ακόμα πιο ενθαρρυντική. Μια πιο λεπτομερής όμως εξέταση των Ευαγγελίων θ' ακολουθήσει σε άλλο κεφάλαιο.
Η χρονολόγηση της συγγραφής των Πράξεων θα εξαρτηθεί από τη χρονολογία στην οποία τοποθετούμε το τρίτο Ευαγγέλιο, γιατί και τα δύο αποτελούν μέρη του ίδιου ιστορικού έργου και όπως φαίνεται το δεύτερο μέρος γράφτηκε λίγο μετά το πρώτο.
Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για τη χρονολόγηση αυτού του διττού έργου λίγο μετά την φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη (60-62 μ.Χ.) . Παρόλα αυτά, μερικοί μελετητές πιστεύουν πως η «αρχική πραγματεία», της οποίας συνέχεια αποτέλεσαν οι Πράξεις, δεν ήταν το παρόν Ευαγγέλιο του Λουκά, αλλά ένα ενωρίτερο προσχέδιο, που μερικές φορές ονομάζουν «Πρωτο-Λουκά». Έτσι μπορούν να χρονολογούν τις Πράξεις στη δεκαετία του 60 και την τελική μορφή του Ευαγγελίου του Λουκά αρκετά αργότερα.
Οι χρονολογίες των δεκατριών Επιστολών του Παύλου καθορίζονται τόσο βάσει εσωτερικών όσο και εξωτερικών κριτηρίων. Παρήλθε η εποχή που την αυθεντικότητα αυτών των Επιστολών μπορούσε χωρίς καμιά διάκριση να την αρνηθεί κανείς. Υπάρχουν σήμερα μερικοί συγγραφείς που δεν αναγνωρίζουν την Επιστολή προς Εφέστιους, λιγότεροι την 2η προς Θεσσαλονικείς. Πολλοί αρνούνται πως οι Ποιμαντορικές Επιστολές (προς Τιμόθεο 1 και 2, προς Τίτο) βγήκαν απ' τα χέρια του Παύλου. Προσωπικά δέχομαι πως όλες είναι Επιστολές του Παύλου, όμως, και οι οκτώ ακόμα που απομένουν μας αρκούν για τα σκοπό μας, και απ' αυτές ξεκινούν τα κύρια επιχειρήματά μας στο κεφάλαιο με τίτλο: «Η σημασία της μαρτυρίας του Παύλου».
Δέκα απ' αυτές τις Επιστολές, που φέρουν το όνομα του Παύλου ανήκουν στην περίοδο πριν την φυλάκισή του στη Ρώμη. Αυτές οι δέκα, σύμφωνα με τη σειρά συγγραφής τους, μπορούν να χρονολογηθούν ως εξής: Η προς Γαλάτες το 48, 1η και 2η προς Θεσσαλονικείς το 50, 1η και 2η προς Κορινθίους το 54 - 56, η Ρωμαίους το 57, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα και Εφεσίους το 60 περίπου.
Οι Ποιμαντορικές Επιστολές στο λεξιλόγιό τους και την όλη ιστορική ατμόσφαιρα, περιέχουν σημεία μεταγενέστερης χρονολόγησης από τις άλλες Επιστολές του Παύλου, πράγμα που παρουσιάζει λιγότερες δυσκολίες για κείνους που πιστεύουν σε μια δεύτερη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη, γύρω στο 65, η οποία και κατέληξε στην εκτέλεσή του. Οι Ποιμαντορικές Επιστολές μπορούν να χρονολογηθούν γύρω στο 63 - 65 και η αλλαγή της κατάστασης των πραγμάτων στις εκκλησίες του Παύλου, των οποίων είναι μάρτυρες, οφείλονται κατά μέρος στην ευκαιρία που βρήκαν - με την πρώτη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη - οι αντίπαλοι του Παύλου σ' αυτές τις εκκλησίες.
Πάντως, το διάστημα μεταξύ των γεγονότων που αναφέρονται στα Ευαγγέλια και της συγγραφής των περισσότερων βιβλίων της Καινής Διαθήκης, είναι από την άποψη της ιστορικής έρευνας ικανοποιητικά μικρό. Για την επιβεβαίωση της αξιοπιστίας των αρχαίων ιστορικών γραπτών, ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι: Πόσο νωρίς αφότου έλαβαν χώρα, καταγράφηκαν τα γεγονότα;
Ποιες είναι οι μαρτυρίες για την πρώιμη ύπαρξή τους;
Γύρω στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, μια σχολή σκέψης βεβαιώνει με σιγουριά πως μερικά από τα πιο σπουδαία βιβλία της Καινής Διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων των Ευαγγελίων και των Πράξεων, δεν υπήρχαν πριν από την τρίτη δεκαετία του δεύτερου αιώνα μ.Χ. [Πρόκειται για τη σχολή «Tuebingen», που ονομάσθηκε έτσι από το Πανεπιστήμιο του Tuebingen, όπου ο F.C. Baur, κύριος υποστηρικτής αυτών των απόψεων, ήταν καθηγητής. Αυτή η σχολή έθεσε εκ νέου τις αρχές του Χριστιανισμού βάσει της μεταφυσικής του Έγελου. Οι μέθοδοί τους αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της όλης αντιμετώπισης, όπως συνοψίζεται στην ιστορία που συνέβηκε σε μια τάξη, κατά την οποία ο Έγελος παρουσίαζε τη φιλοσοφία της ιστορίας του, αναφορικά με μια σειρά γεγονότων, κάποιος απ' τους ακροατές, ένας φοιτητής της ιστορίας, τον διέκοψε λέγοντας: «Μα, κύριε καθηγητά, τα γεγονότα δεν είναι έτσι! «Τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα» είπε ο Έγελος. Αυτές οι θεωρίες έγιναν δημοφιλείς στη χώρα μας το 1874 από έναν «ανώνυμο» συγγραφέα του Supernatural Religion (Υπερφυσική Θρησκεία) (Walter R. Cassels), στον οποίο απάντηση έδωσε ο επίσκοπος Lightfoot με τα άρθρα του στο Contemporary Review, 1874-77, που ανατυπώθηκαν στον τόμο Essays on «Supernatural Religion», (1889). Η θέση του Cassels και η απάντηση του Lightfoot είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για φοιτητές της Λογικής, που ενδιαφέρονται για του «επιχειρήματος εκ της σιωπής».].
Το συμπέρασμα αυτό ήταν αποτέλεσμα όχι τόσο ιστορικών αποδείξεων, αλλά φιλοσοφικών προκαταλήψεων. Ακόμα και τότε, υπήρχε αρκετό υλικό για να δείξει πόσο αβάσιμες ήσαν αυτές οι θεωρίες, όπως έδειξαν στα έργα τους οι Lightfoot, Tischendorf, Tregelles κ.ά. Όμως, ο όγκος του ιστορικού υλικού, που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας, είναι τόσο μεγάλος και τόσο πειστικός, που κανένας δεν μπορεί με λογικά επιχειρήματα ν' αρνηθεί την χρονολόγηση των περισσότερων έργων της Καινής Διαθήκης στον πρώτο αιώνα, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι φιλοσοφικές του προκαταλήψεις.
Οι μαρτυρίες για τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι πολύ περισσότερες από εκείνες για τα περισσότερα έργα των κλασσικών συγγραφέων, την αυθεντικότητα των οποίων κανένας δεν αμφισβητεί.
|
Όμως, αν η Καινή Διαθήκη ήταν μια συλλογή μη - θρησκευτικών κειμένων, η αυθεντικότητά της θα θεωρείτο - πέρα για πέρα - αναμφισβήτητη. Είναι πράγματι πολύ περίεργο, που συχνά οι ιστορικοί ήσαν πιο εύκολοι να εμπιστευθούν τα δεδομένα της Καινής Διαθήκης, απ' ότι πολλοί θεολόγοι. Υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο μερικοί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν κάθε «ιερό βιβλίο» ως ύποπτο, ipso facto, και απαιτούν πολύ περισσότερο υλικό επιβεβαίωσης για ένα τέτοιο έργο. Από την άποψη του ιστορικού, οι ίδιες σταθερές πρέπει να απαιτούνται και για τα δύο. Όμως, δεν φιλονικούμε με όσους απαιτούν περισσότερες μαρτυρίες για τα κείμενα της Καινής Διαθήκης απ' ότι για άλλα έργα, πρώτο, επειδή η παγκοσμιότητα των αληθειών της Καινής Διαθήκης για το ανθρώπινο γένος, είναι τόσο απόλυτη, αλλά και ο χαρακτήρας και τα έργα του Πρωταγωνιστή της τόσο μοναδικά, που επιθυμούμε να είμαστε σίγουροι για την αλήθεια της Καινής Διαθήκης, όσο το περισσότερο μπορούμε. Και δεύτερο, γιατί πράγματι υπάρχουν πολύ περισσότερες μαρτυρίες για την Καινή Διαθήκη απ' ότι για οποιοδήποτε άλλο αρχαίο κείμενο αυτής της περιόδου.
Υπάρχουν πάνω από 5000 ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, ολόκληρα η αποσπάσματα. Τα καλύτερα και σπουδαιότερα απ' αυτά φτάνουν μέχρι το 350 μ.Χ. και τα δυο πιο σπουδαία είναι ο Κώδικας του Βατικανού, ο μεγαλύτερος θησαυρός της βιβλιοθήκης του Βατικανού στη Ρώμη, και ο γνωστός Σιναϊτικός Κώδικας, που η Βρετανική κυβέρνηση τον αγόρασε από την Σοβιετική κυβέρνηση αντί 100.000 λιρών τα Χριστούγεννα του 1933, κι αποτελεί τώρα το μεγαλύτερο θησαυρό του Βρεττανικού Μουσείου. Δυο, ακόμα, σπουδαία χειρόγραφα στη χώρα μας είναι ο Αλεξανδρινός Κώδικας, που βρίσκεται κι αυτός στο Βρετανικό Μουσείο και γράφτηκε τον πέμπτο αιώνα και ο κώδικας Bezae που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Cambridge, γράφτηκε τον 5ο ή 6ο αιώνα και περιέχει τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Λατινικά.
Θα μπορούσαμε ίσως να εκτιμήσουμε πόσο πλούσια είναι η Καινή Διαθήκη σε χειρόγραφες μαρτυρίες αν τη συγκρίνουμε με το γραπτό υλικό άλλων ιστορικών έργων. Για το έργο του Καίσαρα π.χ. Ο Γαλατικός Πόλεμος (που γράφτηκε μεταξύ του 58 και 50 π.Χ.) υπάρχουν πολλά εκτεταμένα χφφ, αλλά μόνο 9 - 10 είναι αξιόλογα, ενώ το πιο παλιό είναι περίπου 900 χρόνια μεταγενέστερο της εποχής του Καίσαρα. Από τα 142 βιβλία της Ρωμαϊκής Ιστορίας του Λίβιου (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.) μόνο 35 έχουν επιζήσει. Τα βιβλία αυτά μας είναι γνωστά σε λιγότερα από είκοσι χφφ διάφορων προελεύσεων, από τα οποία μόνο ένα, αυτό που περιέχει αποσπάσματα από τα βιβλία III - IV, είναι τόσο παλιό, που να φθάνει μέχρι τον 4ο αιώνα. Από τα δεκατέσσερα βιβλία των Ιστοριών του Τάκιτου (100 μ.Χ. περ.) μόνο τεσσεράμισυ έχουν επιζήσει. Από τα δεκαέξι βιβλία των Χρονικών του, έχουν επιβιώσει μόνο δέκα, ολόκληρα και δύο κατά μέρος. Το κείμενο αυτών των εκτεταμένων τμημάτων των δύο μεγάλων ιστορικών του έργων εξαρτάται ολοκληρωτικά από δύο χφφ, ένα του ένατου αιώνα κι ένα του ενδέκατου. Τα εκτεταμένα χειρόγραφα των μικρότερων έργων του («Διάλογος περί των ρητόρων», «Περί της ζωής και του ήθους του Αγρικόλα», «Ήθη των Γερμανών») προέρχονται από έναν κώδικα του δέκατου αιώνα. Η ιστορία του Θουκυδίδη (460 - 400 π.Χ περ.) είναι γνωστή σε μας από οκτώ χφφ, το πιο πρώιμο από τα οποία ανήκει στο 900 μ.Χ. περίπου, και από μερικά κομμάτια παπύρων που ανήκουν στην αρχή της Χριστιανικής εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιστορία του Ηροδότου (488 - 428 π.Χ. περ.). Και όμως, κανένας λόγιος της κλασσικής εποχής δεν δέχεται αντίρρηση για την αυθεντικότητα του Ηροδότου ή του Θουκυδίδη, ούτε καμιά αμφιβολία λόγω του ότι και τα πρώτα ακόμα χειρόγραφα, απ' αυτά που μπορούν κάπως να μας χρησιμεύσουν, είναι κατά 1300 χρόνια μεταγενέστερα των αρχικών.
Πόσο διαφορετική όμως είναι η κατάσταση για την Καινή Διαθήκη απ΄ αυτή την άποψη! Πέρα από τα δύο εξαιρετικά χειρόγραφα του 4ου αιώνα που αναφέραμε παραπάνω, τα οποία είναι τα πρώτα από χιλιάδες που μας είναι γνωστά, απομένουν ορισμένα αξιόλογα αποσπάσματα από αντίγραφα βιβλίων της Καινής Διαθήκης σε παπύρους, τα οποία και χρονολογούνται για 100 - 200 χρόνια νωρίτερα ακόμα. Οι Βιβλικοί Πάπυροι Chester Beatty,η ύπαρξη των οποίων έγινε γνωστή το 1931, αποτελούνται από κομμάτια έντεκα παπύρινων κωδίκων, τρεις από τους οποίους περιείχαν τα περισσότερα από τα γραπτά της Καινής Διαθήκης. Ένας απ' αυτούς, που περιέχει τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις, ανήκει στο πρώτο μισό του τρίτου αιώνα∙ ένας άλλος που περιλαμβάνει τις Επιστολές του Παύλου στις εκκλησίες και την Επιστολή προς Εβραίους αντιγράφτηκε στις αρχές του τρίτου αιώνα. Ο τρίτος, με την Αποκάλυψη, ανήκει στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα.
Μια πιο πρόσφατη ανακάλυψη περιλαμβάνει αποσπάσματα παπύρων που χρονολογήθηκαν από ειδικούς παπυρολόγους πριν το 150 μ.Χ. και δημοσιεύθηκαν στο έργο των H.I.Bell και T.C.Skeat «Fragments of an Unknown Gospel and other Early Christian Papyri» (1935). Αυτά τ' αποσπάσματα περιέχουν κάτι που από πολλούς θεωρήθηκε σαν μέρος ενός πέμπτου Ευαγγελίου, επειδή παρουσιάζει μεγάλη συγγένεια με τ' άλλα τέσσερα. Όμως, πιο πιθανή είναι η άποψη που δημοσιεύτηκε στο «The Times Literary Supplement», τον Απρίλη του 1935, ότι δηλαδή «αυτά τα αποσπάσματα γράφτηκαν από κάποιον που είχε μπροστά του τα τέσσερα Ευαγγέλια και μάλιστα τα ήξερε πολύ καλά. Δεν φαίνεται ν' αποτελούν ανεξάρτητο Ευαγγέλιο, αλλά είναι παραφράσεις των ιστοριών και του λοιπού υλικού των Ευαγγελίων, που έγιναν για επεξήγηση και οδηγία, ένα εγχειρίδιο διδασκαλίας των ιστοριών των Ευαγγελίων στους ανθρώπους».
Ακόμα νωρίτερο είναι ένα απόσπασμα Παπύρινου κώδικα που περιέχει τον Ιωάννη 18/31 - 33,37 επ., που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του John Rylands του Manchester και χρονολογείται βάσει της παλαιογραφίας το 130 μ.Χ., αποδεικνύοντας πως το τελευταίο από τα Ευαγγέλια που, κατά την παράδοση γράφτηκε στην Έφεσσο, μεταξύ του 90 και 100 μ.Χ., κυκλοφορούσε στην Αίγυπτο σαράντα περίπου χρόνια μετά τη συγγραφή του (αν - και αυτό είναι το πιο πιθανό - αυτός ο πάπυρος προέρχεται από την Αίγυπτο, απ' όπου κι αποκτήθηκε το 1917). Θα πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί σαν το, κατά μισό αιώνα, νωρίτερο υπάρχον απόσπασμα της Καινής Διαθήκης.
Ένας χειρόγραφος πάπυρος του ίδιου Ευαγγελίου που ανακαλύφθηκε ακόμα πιο πρόσφατα, ο οποίος δεν είναι βέβαια τόσο πρώιμος όσο ο πάπυρος Rylands, έχει καλύτερα διατηρηθεί. Πρόκειται για τον πάπυρο Bodmer II, του οποίου η ανακάλυψη ανακοινώθηκε από τη Βιβλιοθήκη Bodmer της Γενεύης το 1956. Γράφτηκε γύρω στο 200 μ.Χ. και περιέχει τα δεκατέσσερα πρώτα κεφάλαια του Ευαγγελίου του Ιωάννη, μ' ένα κενό (είκοσι δύο στίχων), και αξιόλογα κομμάτια των τελευταίων επτά κεφαλαίων.
Μαρτυρία άλλου είδους παρέχεται από τους υπαινιγμούς και περικοπές βιβλίων της Καινής Διαθήκης σε άλλα πρώιμα κείμενα. Οι συγγραφείς, που είναι γνωστοί σαν Αποστολικοί Πατέρες, έγραψαν κυρίως μεταξύ του 90 και 160 μ.Χ., και στα έργα τους βρίσκουμε υλικό όπου φαίνεται η γνωριμία τους με τα περισσότερα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Σε τρία έργα, που χρονολογούνται γύρω στο 100 μ.Χ. - στην «Επιστολή Βαρνάβα», γραμμένη κατά πάσα πιθανότητα στην Αλεξάνδρεια, στη «Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων», που γράφτηκε στη Συρία ή την Παλαιστίνη και στην «Επιστολή προς Κορινθίους», σταλμένη από τον Κλήμη Ρώμης, γύρω στο 96 μ. Χ. - βρίσκουμε αρκετές συγκεκριμένες περικοπές από την κοινή παράδοση των Συνοπτικών Ευαγγελίων, τις Πράξεις, την προς Ρωμαίους, 1η Κορινθίους, Εφεσίους, Τίτον, Εβραίους, 1η Πέτρου και πιθανές περικοπές από άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης.
Στις επιστολές που γράφτηκαν από τον Ιγνάτιο, επίσκοπο Αντιόχειας, καθώς ταξίδευε προς τον τόπο του μαρτυρίου του, τη Ρώμη, το 115 μ.Χ., υπάρχουν μερικές περικοπές που πολύ λογικά μπορεί κανείς να τις ταυτίσει με τμήματα του κατά Ματθαίον, κατά Ιωάννη, της προς Ρωμαίους, 1ης και 2ης προς Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Φιλιππησίους, 1ης και 2ης προς Τιμόθεον, Τίτον όπως επίσης και υπαινιγμοί για το κατά Μάρκο, Λουκά, 2ηςΠολύκαρπος, σε μια Επιστολή του προς Φιλιππησίους, αντιγράφει από την κοινή παράδοση των Συνοπτικών Ευαγγελίων, τις Πράξεις, την προς Ρωμαίους, 1η και 2η προς Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Φιλιππησίους, 2η προς Θεσσαλονικείς, 1η και 2η προς Τιμόθεον, Εβραίους, 1η Πέτρου και 1η Ιωάννη. Έτσι, μπορούμε ν' αναφέρουμε ακόμα παρά πολλούς συγγραφείς του δεύτερου αιώνα, που συγκεντρώνουν πάρα πολύ υλικό, το οποίο φανερώνει τη γνώση και το πόσο αναγνώριζαν την αυθεντία των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Όσον αφορά τους Αποστολικούς Πατέρες το όλο υλικό είναι συγκεντρωμένο και γίνεται η εκτίμησή του σ' ένα έργο με τίτλο «The New Testament in the Apostolic Fathers», όπου καταγράφονται οι ανακαλύψεις μιας επιτροπής της Oxford Society of Historical Theology, το 1905. προς Θεσσαλονικείς, Πράξεις, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Εβραίους και 1ης Πέτρου. Ο νεότερος στην ηλικία σύγχρονός του, ο
Όμως, υλικό αυτού του είδους δεν βρίσκουμε μόνο στους ορθόδοξους Χριστιανούς συγγραφείς. Είναι γεγονός, από την πρόσφατη ανακάλυψη των κειμένων της Γνωστικής Σχολής του Βαλεντίνου, πως πριν από τα μέσα του δεύτερου αιώνα, τα περισσότερα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης ήσαν τόσο γνωστά και σεβαστά στον κύκλο αυτών των αιρετικών όσο και στην Καθολική Εκκλησία.
Η μελέτη της μαρτυρίας αυτού του είδους, που βρίσκουμε σε χφφ και περικοπές μεταγενέστερων συγγραφέων, συνδέεται με την προσέγγιση που είναι γνωστή σαν Κριτική των Κειμένων. [Μια άλλη πολύ σημαντική κατηγορία μαρτυριών για το κείμενο της Καινής Διαθήκης είναι οι Αρχαίες Μεταφράσεις σ' άλλες γλώσσες, οι πιο παλιές απ' τις οποίες η Παλαιά Συριακή και η Παλαιά Λατινική, φτάνουν στο τελευταίο μισό του δεύτερου αιώνα. Αξιόλογη βοήθεια μπορεί επίσης να προέλθει από τα πρώτα Εκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία. Στην τελευταία εκτεταμένη έρευνα σχετικά με τη χρονολόγηση των κειμένων της Καινής Διαθήκης, Redating the New Testament, ο J.A.T. Robinson (1976), ισχυρίζεται πως κάθε τι στην Καινή Διαθήκη γράφτηκε πριν το 70 μ.Χ., το τελευταίο βιβλίο είναι η Αποκάλυψη, το οποίο τοποθετεί κατά προτίμηση στην εποχή του Γάλβα. (Ιούνιος 68 - Ιανουάριος 69). Ο άξονας γύρω απ' τον οποίο περιστρέφεται είναι το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, την τελική μορφή του οποίου χρονολογεί μέχρι το 65 μ.Χ. Δεν θ' ασχοληθώ πολύ με την πρώιμη χρονολόγησή του, γιατί πιστεύω πως ένα-δύο κείμενα της Καινής Διαθήκης πράγματι δείχνουν πως η πτώση της Ιερουσαλήμ είχε ήδη λάβει χώρα (70 μ.Χ.). Όμως, πρέπει να τονίσω ότι η θέση, του Dr. Robinson έχει μελετηθεί τόσο καλά, κι έχει σωστά κι εκτεταμένα αιτιολογηθεί, που, από δω και στο εξής, κανένας δεν θα έπρεπε ν' ασχολείται με το θέμα αυτό της χρονολόγησης, χωρίς να λαβαίνει σοβαρά υπόψει τους αυτές τις θέσεις του Dr. Robinson.]
Πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό κι ενδιαφέροντα κλάδο μελέτης που έχει σαν αντικείμενό του τον καθορισμό, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, από το υλικό που έχει στη διάθεσή του, των αρχικών λέξεων των κειμένων που εξετάζονται. Αποδεικνύεται, λοιπόν, πειραματικά πολύ εύκολα, πως είναι δύσκολο ν' αντιγράψει κανείς μια ενότητα κάποιας έκτασης, χωρίς να κάνει ένα ή δυο ολισθήματα τουλάχιστον. Όταν έχουμε κείμενα σαν αυτά της Καινής Διαθήκης, που γράφτηκαν κι αντιγράφτηκαν χιλιάδες φορές, ο αριθμός των λαθών αντιγραφής αυξάνει τόσο πολύ που πραγματικά εκπλήσσεται κανείς. Ευτυχώς, αν ο αριθμός των χειρογράφων αυξάνει τον αριθμό των λαθών κατά την αντιγραφή αυξάνει όμως κατ' αναλογία και τον αριθμό των στοιχείων για την διόρθωση τέτοιων λαθών, έτσι που οι αμφιβολίες που απομένουν στην προσπάθεια ανεύρεσης της αρχικής διατύπωσης δεν είναι τόσες πολλές, όσο θα φοβόταν κανείς. Είναι, στ' αλήθεια, πολύ λίγες. Οι παραλλαγές για τις οποίες υπάρχουν αμφιβολίες μεταξύ των κριτικών του κειμένου της Καινής Διαθήκης δεν θέτουν θέμα ιστορικού υλικού ή Χριστιανικής πίστης και ζωής.
Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να παραθέσουμε την ετυμηγορία του Sir Frederic Kenyon, ενός λόγιου που η ικανότητά του να κάνει δηλώσεις για τα αρχαία χφφ δεν έχει άλλη δεύτερη:
«Το διάστημα, λοιπόν, ανάμεσα στο χρόνο της αρχικής συγγραφής και των πρώτων εκτεταμένων μαρτυριών είναι τόσο μικρό, που στην πραγματικότητα είναι αμελητέο. Και το τελευταίο στήριγμα για οποιαδήποτε αμφιβολία, για το κατά πόσο οι Γραφές έχουν φτάσει σε μας όπως ακριβώς γράφτηκαν, έχει τώρα γκρεμιστεί. Τόσο η αυθεντικότητα όσο και η γενική αρτιότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης πρέπει να θεωρείται αποδεδειγμένη»
Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ
Ακόμα κι όταν έχουμε πια φτάσει σ' ένα συμπέρασμα, σχετικά με τη χρονολόγηση και προέλευση του κάθε βιβλίου της Καινής Διαθήκης απομένει ένα ακόμη ερώτημα για ν' απαντηθεί. Πώς, η ίδια η Καινή Διαθήκη, σαν συλλογή κειμένων, δημιουργήθηκε; Ποιος και βάσει ποιων κριτηρίων συνέλεξε τα κείμενα; Ποια γεγονότα οδήγησαν στον καθορισμό μιας λίστας, ενός κανόνα, έγκυρων βιβλίων;
Σύμφωνα με την ιστορική Χριστιανική άποψη, το Άγιο Πνεύμα είναι που καθοδήγησε κι έγινε η συγγραφή κάθε βιβλίου, όπως επίσης και η επιλογή και συλλογή, για να εκπληρωθεί έτσι η υπόσχεση του Κυρίου, πως Εκείνος θα οδηγούσε τους δικούς Του σε όλη την αλήθεια.
Αυτό όμως είναι κάτι που μπορεί κανείς να διακρίνει πνευματικά, και όχι με την ιστορική έρευνα. Σκοπός μας είναι, όμως, να βρούμε τι αποκαλύπτεται με την ιστορική έρευνα σχετικά με την προέλευση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Κάποιος θα έλεγε ότι παραλαμβάνουμε τα είκοσι-εφτά βιβλία της Καινής Διαθήκης με βάση την αυθεντία της Εκκλησίας. Αλλά, ακόμα κι αν έτσι έχουν τα πράγματα, πώς έφτασε η Εκκλησία ν' αναγνωρίσει την αξία αυτών των είκοσι-εφτά βιβλίων, και όχι και κάποιων άλλων, ώστε να τοποθετηθούν στο χώρο της έμπνευσης και αυθεντίας του Κανόνα της Καινής Διαθήκης;
«Στο όνομα των Αγίων Γραφών δεχόμαστε αυτά τα κανονικά Βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, για την εγκυρότητα των οποίων δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία στην Εκκλησία». Έτσι, μπαίνει στην άκρη το ερώτημα σχετικά με τον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ από την άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του ότι ποτέ δεν υπήρξε ούτε μια αμφιβολία στην Εκκλησία για κάποιο απ' τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Αρκετές από τις μικρότερες Επιστολές (π.χ. 2 Πέτρου, 2 και 3 Ιωάννη, Ιακώβου, Ιούδα) και η Αποκάλυψη άργησαν να γίνουν αποδεκτές, κυρίως σε ορισμένα σημεία τους, περισσότερο από άλλες∙ ενώ υπήρχαν κι άλλα βιβλία τα οποία αρχικά θεωρήθηκαν κανονικά, ενώ τώρα δεν περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Έτσι, ο Σιναϊτικός Κώδικας περιλάμβανε την «Επιστολή του Βαρνάβα» και τον Ποιμένα του Ερμά, ένα Ρωμαϊκό έργο του 110 μ.Χ. ή και νωρίτερα, ενώ ο Αλεξανδρινός Κώδικας περιλάμβανε κείμενα γνωστά σαν Πρώτη και Δεύτερη Επιστολή του Κλήμη. Το ότι συμπεριλήφθηκαν αυτά τα έργα μαζί με τα βιβλικά κείμενα στους κώδικες, δείχνει ίσως πως τους αναγνωριζόταν κάποιος βαθμός κανονικότητας.
Ο πρώτος κατάλογος βιβλίων της
Το θέμα υπεραπλουστεύεται στο Άρθρο VI των Τριάντα-Εννιά Άρθρων, όπου αναφέρεται:
Καινής Διαθήκης για τον οποίο έχουμε σαφή γνώση, έγινε στην Ρώμη, από τον αιρετικό Μαρκίωνα, γύρω στο 140. Ο Μαρκίωνας έκανε διαχωρισμό ανάμεσα στον κατώτερο Δημιουργό-Θεό της Παλαιάς Διαθήκης και τον Θεό και Πατέρα που φανερώθηκε εν Χριστώ, και πίστευε πως η Εκκλησία πρέπει να απορρίψει ο,τιδήποτε αναφέρεται στον πρώτο. Αυτός ο «θεολογικός Αντι-Σημιτισμός» περιλάμβανε την απόρριψη όχι μόνο ολόκληρης της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και τμημάτων της Καινής, τα οποία του φαίνονταν μολυσμένα από τον Ιουδαϊσμό. Ο κανόνας, λοιπόν, του Μαρκίωνα αποτελείτο από δύο μέρη: (α) Μια περικομμένη έκδοση του τρίτου Ευαγγελίου, που είναι και το λιγότερο Ιουδαϊκό από τα Ευαγγέλια, αφού γράφτηκε από τον Εθνικό Λουκά∙ και (β) δέκα από τις Επιστολές του Παύλου (οι τρεις «Ποιμαντορικές Επιστολές» παραλείφθηκαν). Επομένως, ο κατάλογος του Μαρκίωνα δεν ανταποκρίνεται στην ετυμηγορία της Εκκλησίας, αλλά αποτελεί εσκεμμένη παρέκκλιση απ' αυτήν.
Μια άλλη πρώιμη λίστα, επίσης Ρωμαϊκής προέλευσης, που χρονολογείται γύρω στο τέλος του δεύτερου αιώνα, είναι εκείνη που συνήθως ονομάζεται «Απόσπασμα του Μουρατόρι», επειδή εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1740 από τον αρχαιοσυλλέκτη καρδινάλιο L.A. Muratori.Δυστυχώς είναι ακρωτηριασμένη, αλλά όπως φαίνεται αναφερόταν στον Ματθαίο και τον Μάρκο, γιατί χαρακτηρίζει τον Λουκά σαν το τρίτο Ευαγγέλιο.
Έπειτα, αναφέρει τον Ιωάννη, τις Πράξεις, εννιά Επιστολές του Παύλου σε εκκλησίες και σε μεμονωμένα άτομα (Φιλήμονα, Τίτο, 1 και 2 Τιμόθεο), τον Ιούδα, τις δύο Επιστολές του Ιωάννη, την Αποκάλυψη του Ιωάννη και αυτή του Πέτρου. Ο Ποιμένας του Ερμά αναφέρεται σαν ένα έργο αξιόλογο να διαβαστεί (δηλ. στην εκκλησία), αλλά όχι και να συμπεριληφθεί στον αριθμό των προφητικών ή αποστολικών γραπτών.
Τα πρώτα βήματα για τον καθορισμό ενός κανόνα έγκυρων Χριστιανικών βιβλίων, που είναι άξια να σταθούν δίπλα στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, που ήταν η Βίβλος του Κυρίου μας και των αποστόλων Του, φαίνεται πως έγιναν στις αρχές περίπου του δεύτερου αιώνα, οπότε και υπάρχουν μαρτυρίες για την κυκλοφορία δύο συλλογών Χριστιανικών βιβλίων στην Εκκλησία.
Όπως φαίνεται, τα τέσσερα Ευαγγέλια αποτέλεσαν από πολύ νωρίς μια συλλογή. Πρέπει να ενώθηκαν λίγο μετά τη συγγραφή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Αυτή η τετραπλή συλλογή έγινε αρχικά γνωστή σαν «το Ευαγγέλιο», στον ενικό κι όχι «τα Ευαγγέλια» στον πληθυντικό. Υπήρχε μόνο ένα Ευαγγέλιο, σε τέσσερις καταγραφές, γνωστές σαν «κατά Ματθαίο», «κατά Μάρκο», «κατά Λουκά» κλπ. Γύρω στο 115 μ.Χ. ο Ιγνάτιος, επίσκοπος Αντιόχειας, αναφέρεται «στο Ευαγγέλιο», σαν ένα αυθεντικό κείμενο, και καθώς του ήσαν γνωστά και τα τέσσερα «Ευαγγέλια» με τη φράση «Το Ευαγγέλιο», εννοεί αναντίρρητα την τετραπλή συλλογή, που κυκλοφορούσε μ' αυτή την ονομασία.
Γύρω στο 170 μ.Χ., ένας Ασσύριος Χριστιανός, ονόματι Τατιανός, μετέτρεψε το τετραπλό Ευαγγέλιο σε μια συνεχή διήγηση ή «Αρμονία των Ευαγγελίων», που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν η προσφιλής, αν όχι η επίσημη μορφή των Τεσσάρων Ευαγγελίων στην Ασσυριακή Εκκλησία. Ξεχώριζε από τα Τέσσερα Ευαγγέλια της Αρχαίας Συριακής Μετάφρασης. Δεν είναι σίγουρο κατά πόσον ο Τατιανός συνέθεσε αρχικά την Αρμονία του, γνωστή συνήθως σαν Διατεσσάρων, στα Ελληνικά ή στα Συριακά. Αλλά, εφόσον συντάχθηκε, όπως φαίνεται, στη Ρώμη, ή αρχική της γλώσσας πρέπει να ήταν η Ελληνική κι ένα απόσπασμα του Διατεσσάρων στα Ελληνικά ανακαλύφθηκε το 1933 στην Dura-Europos, στην περιοχή του Ευφράτη.
Παρόλα αυτά, δόθηκε στους Ασσύριους Χριστιανούς σε μια Συριακή μορφή, όταν ο Τατιανός επέστρεψε στην πατρίδα του από τη Ρώμη. Αυτό το Συριακό λοιπόν Διατεσσάρων παρέμεινε η «Επίσημη Μετάφραση» των Ευαγγελίων γι' αυτούς, μέχρις ότου αντικαταστάθηκε από την Πεσιτώ, δηλαδή την «απλή μετάφραση», τον πέμπτο αιώνα.
Μέχρι την εποχή του Ειρηναίου, ο οποίος αν και καταγόταν από την Μικρά Ασία, ήταν ο επίσκοπος Λουγδούνων στην Γαλλία γύρω στο 180 μ.Χ., η ιδέα του τετραπλού Ευαγγελίου είχε γίνει τόσο αυταπόδεικτη στην Εκκλησία, που αναφέρεται σ' αυτό σαν γεγονός καθορισμένο κι αναγνωρισμένο και ολοφάνερο, όπως τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ή οι τέσσερις άνεμοι:
«Γιατί, καθώς υπάρχουν τέσσερα σημεία στον ορίζοντα στα οποία ζούμε και τεσσάρων ειδών άνεμοι, και καθώς η Εκκλησία είναι απλωμένη σε όλη τη γη και το Ευαγγέλιο είναι ο στυλοβάτης, η βάση της Εκκλησίας, ανάσα ζωής, είναι φυσικό να υπάρχουν τέσσερις στυλοβάτες που εμπνέουν αθανασία στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι ανάβουν μια νέα ζωή στους ανθρώπους. Εκ τούτου αποδεικνύεται πως ο Λόγος, αρχιτέκτονας όλων των πραγμάτων, που κατοικεί τους ουρανούς και συντηρεί τα πάντα, αφού φανερώθηκε στους ανθρώπους, μας έδωσε το Ευαγγέλιο σε μια τετραπλή μορφή συνδεδεμένο όμως με το ίδιο Πνεύμα» [Κατά Αιρέσεων ΙΙΙ/11,8].
Όταν τα τέσσερα Ευαγγέλια συγκεντρώθηκαν σ' ένα τόμο, αυτό σήμαινε την αποκοπή των δύο τμημάτων της ιστορίας του Λουκά. Όταν λοιπόν ο Λουκάς και οι Πράξεις χωρίσθηκαν έγιναν μια-δύο τροποποιήσεις στο κείμενο στο τέλος του Λουκά και στις αρχές των Πράξεων. Φαίνεται πως στην αρχή, ο Λουκάς είχε αφήσει κάθε αναφορά στην ανάληψη για τη δεύτερη διατριβή του∙ γι' αυτό οι λέξεις «και ανεφέρετο εις τον ουρανόν» προστέθηκαν στο Λουκά 24/51 για να κλείσουν έτσι τη διήγηση, και κατά συνέπεια η λέξη «ανελήφθη» προστέθηκε στις Πράξεις 1/2. Έτσι, λοιπόν, οι διαφορές που μερικοί εντοπίζουν στην αναφορά για την ανάληψη, ανάμεσα στον Λουκά και τις Πράξεις, κατά πάσα πιθανότητα οφείλονται σ' αυτές τις τροποποιήσεις που έγιναν όταν τα δυο βιβλία χωρίσθηκαν το ένα από τ' άλλο.
Όμως, οι Πράξεις από τη φύση τους μοιράζονταν την εγκυρότητα και το κύρος του τρίτου Ευαγγελίου, καθώς ήταν έργο του ίδιου συγγραφέα, και, όπως φαίνεται, έγιναν δεκτές ως κανονικό βιβλίο απ' όλους, εκτός απ' τον Μαρκίωνα και τους οπαδούς του.
Πράγματι, οι Πράξεις κατέχουν μια πολύ σπουδαία θέση στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, αποτελώντας το κεντρικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης, όπως το αποκάλεσε ο Harnack, καθώς συνδέει τα Ευαγγέλια με τις Επιστολές και με τη μαρτυρία των διαλόγων του, την κλήση και αποστολική διακονία του Παύλου, δείχνει δε ξεκάθαρα ποιο πραγματικό αποστολικό κύρος βρίσκεται πίσω από τις Επιστολές του Παύλου.
Το Corpus Paulinum, ή Συλλογή των Έργων του Παύλου, συγκεντρώθηκε περίπου την ίδια εποχή που συνδέθηκε και το τετραπλό Ευαγγέλιο. Όπως η Συλλογή των Ευαγγελίων καθοριζόταν από την ελληνική λέξη Ευαγγέλιο, έτσι και η συλλογή των Επιστολών του Παύλου χαρακτηριζόταν από τη λέξη Απόστολος και η κάθε Επιστολή ξεχώριζε σαν «προς Ρωμαίους». «Πρώτη προς Κορινθίους» και ούτω καθεξής. Σε λίγο, η ανώνυμη Επιστολή προς Εβραίους συνδέθηκε με τα έργα του Παύλου. Έτσι, οι Πράξεις συνδέθηκαν για περισσότερη ευκολία με τις «Καθολικές Επιστολές» (αυτές του Πέτρου, Ιακώβου, Ιωάννη, Ιούδα).
Τα μόνα βιβλία για τα οποία δεν υπήρξε ουσιαστικά αμφιβολία μετά τα μέσα του δεύτερου αιώνα ήσαν μερικά από εκείνα που βρίσκονται στο τέλος της Καινής μας Διαθήκης.
Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) αναφέρει τα Τέσσερα Ευαγγέλια, τις Πράξεις, τις Δεκατρείς Επιστολές του Παύλου, 1 Πέτρου, 1 Ιωάννη και την Αποκάλυψη σαν έργα που αναγνωρίζονταν απ' όλους. Λέει επίσης πως υπήρχαν διαφωνίες από μερικούς για την προς Εβραίους, 2 Πέτρου, 2 και 3 Ιωάννη, Ιακώβου και Ιούδα και επίσης για την «Επιστολή του Βαρνάβα», τον Ποιμένα του Ερμά, τη Διδαχή και το «Ευαγγέλιο κατά Εβραίους».
Ο Ευσέβιος (265-340 μ.Χ. περ.) αναφέρει σαν γενικά αποδεκτά όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, εκτός από τον Ιάκωβο, Ιούδα, 2 Πέτρου, 2 και 3 Ιωάννη, για τα οποία υπήρχαν αντιρρήσεις, η πλειοψηφία όμως τ' αναγνώριζε.
Ο Αθανάσιος, το 367 μ.Χ. αναφέρει τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης σαν κανονικά. Λίγο αργότερα, ο Ιερώνυμος και ο Αυγουστίνος, ακολούθησαν το παράδειγμά του στη Δύση. Πιο ανατολικά, η όλη διαδικασία πήρε περισσότερο χρόνο. Δεν ήταν παρά το 508 περίπου, που η 2 Πέτρου, 2 και 3 Ιωάννη, Ιούδα και Αποκάλυψη συμπεριλήφθηκαν σε μια μετάφραση της Συριακής Βίβλου, και προστέθηκαν στ' άλλα είκοσι δύο βιβλία.
Για διάφορους λόγους ήταν ανάγκη για την Εκκλησία να ξέρει ποια από τα βιβλία είχαν θεϊκή εγκυρότητα.
Τα Ευαγγέλια που κατέγραφαν «όλα όσα ο Ιησούς άρχισε να κάνει και να διδάσκει», δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ούτε στο ελάχιστο κατώτερα σε εγκυρότητα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά και η διδασκαλία των αποστόλων στις Πράξεις και τις Επιστολές, αντιμετωπίσθηκε ως ντυμένη με τη δική Του αυθεντία. Ήταν φυσικό, λοιπόν, ν' αποδοθεί στ' αποστολικά κείμενα της νέας διαθήκης, ο ίδιος βαθμός σεβασμού όπως και στα προφητικά κείμενα της παλιάς. Έτσι, ο Μάρτυρας Ιουστίνος, τοποθετεί, γύρω στο 150 μ.Χ., τις «Αναμνήσεις των Αποστόλων» δίπλα στα έργα των προφητών, τονίζοντας πως και τα δύο διαβάζονταν από τους Χριστιανούς, όταν συναντιόνταν (Απολ. 1/67). Κι αυτό γιατί η Εκκλησία, παρά την αποκοπή της από τον Ιουδαϊσμό, δεν αρνήθηκε το κύρος της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού και των αποστόλων του, δέχθηκε ως Λόγο του Θεού. Πράγματι, τόσο πολύ οικειοποιήθηκαν τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, ώστε, παρόλο που αυτή ήταν αρχικά μια μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών στα Ελληνικά για τους Ελληνόφωνους Εβραίους, πριν την εποχή του Χριστού, οι Εβραίοι άφησαν τη μετάφραση αυτή στους Χριστιανούς, και έγινε μια νέα μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης για τους Ελληνόφωνους Εβραίους
Είχε εξαιρετική σημασία ν' αποφασισθεί ποια βιβλία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καθιέρωση του Χριστιανικού δόγματος και για ποια θα μπορούσαν με περισσότερη βεβαιότητα ν' αντιμετωπίσουν τις διαφωνίες των αιρετικών. Ιδιαίτερα όταν ο Μαρκίωνας έφτιαξε τον κανόνα του, το 140 μ.Χ., ήταν ανάγκη να γνωρίζουν οι ορθοφρονούσες εκκλησίες τον πραγματικό κανόνα, και το γεγονός αυτό επιτάχυνε τη διαδικασία, η οποία είχε ήδη αρχίσει. Θα ήταν λάθος όμως να πει ή να γράψει κανείς, πως η Εκκλησία άρχισε να φτιάχνει τον Κανόνα όταν ο Μαρκίωνας είχε πια δημοσιεύσει το δικό του.
Άλλοι λόγοι για τους οποίους έπρεπε να καθοριστούν ακριβώς τα βιβλία που είχαν θεϊκό κύρος, ήταν η ανάγκη ν' αποφασιστεί ποια βιβλία θα χρησιμοποιούνταν στις εκκλησιαστικές συγκεντρώσεις (παρόλο που μερικά βιβλία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν χωρίς να θέτουν δογματικό θέμα) και, επίσης, η ανάγκη να βρεθούν τα βιβλία που θα έπρεπε όχι να παραδίδονται, ύστερα από διαταγή, στην αστυνομία του αυτοκράτορα σε καιρό διωγμού, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν υπαίτιοι ιεροσυλίας.
Υπάρχει όμως κάτι που πρέπει να τονισθεί. Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν έγιναν έγκυρα για την Εκκλησία, επειδή περιλήφθηκαν στον Κανόνα. Αντίθετα, η Εκκλησία το περιέλαβε στον Κανόνα, επειδή ήδη θεωρούσε πως ήσαν εμπνευσμένα από τον Θεό, αναγνώριζε την αξία τους και γενικά την αποστολική τους εγκυρότητα, άμεσα ή έμμεσα.
Οι πρώτες εκκκλησιαστικές συνελεύσεις για την ταξινόμηση των κανονικών βιβλίων έγιναν και οι δυο στη Βόρεια Αφρική - στην Ιππώνα το 393 μ.Χ. και στην Καρχηδόνα το 397 μ.Χ., αλλά αυτές οι σύνοδοι δεν επέβαλαν κάτι καινούργιο στις Χριστιανικές κοινότητες, απλά κωδικοποίησαν ό,τι ήδη ήταν αποδεκτό σ' αυτές τις κοινότητες.
Υπάρχουν πολλά θεολογικά θέματα που προκύπτουν από την ιστορία του Κανόνα, στα οποία δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε εδώ. Για μια όμως πρακτική επιβεβαίωση, πως η Εκκλησία έκανε τη σωστή εκλογή πρέπει να συγκρίνει τα βιβλία της Καινής Διαθήκης με τις διάφορες πρώιμες μαρτυρίες που συνέλεξε ο M.R.James στο έργο Apocryphal New Testament (1924), ή ακόμα και με τα έργα των Αποστολικών Πατέρων.
Δύο λόγια μόνο θα προσθέσουμε σχετικά με το «Ευαγγέλιο κατά Εβραίους», το οποίο, όπως αναφέρθηκε, τοποθέτησε ο Ωριγένης στη λίστα των βιβλίων για τα οποία υπήρχαν διαφωνίες στην εποχή του. Αυτό το έργο, που κυκλοφόρησε στην Υπεριορδανία και την Αίγυπτο σε Ιουδαίο-Χριστιανικές ομάδες, που ονομάζονταν Εβιωνίτες, παρουσίαζε ομοιότητες με το κανονικό Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Ίσως και να ήταν μια ανεξάρτητη επέκταση ενός Αραμαϊκού κειμένου, που συγγένευε με το κανονικό κατά Ματθαίο. Ήταν γνωστό στην ελληνική του μετάφραση, σε μερικούς από τους πρώτους Χριστιανούς Πατέρες.
Ο Ιερώνυμος (347-420 μ.Χ.) ταύτιζε το Ευαγγέλιο κατά Εβραίους» μ' ένα που είχε βρει στη Συρία, που ονομαζόταν Ευαγγέλιο των Ναζαρηνών, και το οποίο κατά λάθος το θεώρησε αρχικά σαν το Εβραϊκό (ή Αραμαϊκό) πρωτότυπο του Ματθαίου. Είναι πιθανό, σε λάθος του επίσης, να οφείλεται κι η ταύτισή του με το κατά Εβραίους Ευαγγέλιο. Το Ναζαρηνό Ευαγγέλιο που βρήκε ο Ιερώνυμος (και μετέφρασε στα Ελληνικά και Λατινικά) ίσως ήταν απλά μια Αραμαϊκή μετάφραση του κανονικού Ελληνικού κατά Ματθαίον. Πάντως, τόσο το Ευαγγέλιο κατά Εβραίους όσο και το Ευαγγέλιο των Ναζαρηνών, είχαν κάποια σχέση με το Ματθαίο, και πρέπει να τα ξεχωρίζει κανείς από την πληθώρα των Απόκρυφων Ευαγγελίων που κυκλοφορούσαν τότε, και τα οποία δεν ενδιαφέρουν την παρούσα ιστορικής μας μελέτη. Αυτά, όπως και παρά πολλά βιβλία απόκρυφων «Πράξεων», και άλλα παρόμοια κείμενα, είναι σχεδόν καθ' ολοκληρίαν καθαρά μυθιστορήματα. Ένα από τα βιβλία των Απόκρυφων Πράξεων όμως, οι «Πράξεις του Παύλου», αν και είναι οπωσδήποτε ένα μυθιστόρημα του δεύτερου αιώνα παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή περιέχει ένα λογοτεχνικό πορτραίτο του Παύλου, και το οποίο λόγω του ρωμαλέου και πρωτότυπου χαρακτήρα του θεωρήθηκε από τον Sir William Ramsay πως ενσωματώνει μια παράδοση για την εμφάνιση του αποστόλου, και που διατηρήθηκε στη Μικρά Ασία. Ο Παύλος περιγράφεται σαν «ένας άνδρας κοντός, με πυκνές βλεφαρίδες, μάλλον μεγάλη μύτη, φαλακρός, στραβοκάνης, δυνατός, γεμάτος χάρη, καθώς μερικές φορές έμοιαζε με άνδρα κι άλλοτε είχε πρόσωπο αγγελικό».
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣΕίναι άραγε αξιόπιστα;
F.F. Bruce Καθηγητής Πανεπιστημίου