Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Ο Θεός ως κριτής

Ο Θεός ως κριτής



Ο Θεός ως κριτής
ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
 ΠΕΡΙ TOY ΘΕΟΥ ΩΣ ΚΡΙΤΟΥ
Η αιωνία ευαγγελική αλήθεια περί του Θεού ως Κριτού δεν είναι βιαίως επιβεβλημένη εις την ανθρωπίνην συνείδησιν ούτε είναι αφύσικη η θέσις της μεταξύ των αποκεκαλυμμένων αληθειών. Είναι φυσικόν και συστατικόν μέρος της θείας Αποκαλύψεως εν τω Θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας. Χωρίς αυτήν η λογική της Αποκαλύψεως δεν θα ήτο θεία και η θεανθρωπίνη Οικονομία της σωτηρίας δεν θα ήτο ολοκληρωμένη. Χωρίς αυτήν η θεία Αποκάλυψις θα ήτο παρομοία με τον κόσμον χωρίς τον ουρανόν επάνω του. Αυτή είναι η στέγη η καλύπτουσα και ολοκληρούσα τον μαργαρίτινον ναόν των θεανθρωπίνων αληθειών περί του ανθρώπου και του κόσμου. Η φύσις των άλλων αγίων δογμάτων και αληθειών είναι και η ιδική της φύσις. είναι ομοούσιος με αυτάς. ευρίσκεται μέσα τους όπως και αυταί εντός αυτής. έχει την αυτήν αξίαν και ζωτικήν δύναμιν με αυτάς, δεν δύναται να χωρισθή απ' αυτάς, επειδή όλαι μαζί αποτελούν ένα αχώριστον θεανθρώπινον οργανισμόν. Είναι φυσικόν, ο Θεός ο οποίος είναι Δημιουργός, Σωτήρ και Αγιασμός, να είναι ταυτοχρόνως και Κριτής. Διότι ως Κτίστης μας εισήγαγεν από το μη είναι εις το είναι, ορίσας ως σκοπόν της υπάρξεώς μας την εξομοίωσιν με τον Θεόν δια του θεοειδούς της ψυχής μας, ληφθέντος ως δώρου, και δια της αυξήσεως εις την αύξησιν του Θεού «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (πρβλ. Κολ. 2, 19. Εφ. 4, 13). ως Σωτήρ, μας έσωσε από την αμαρτίαν, από τον θάνατον και από τον διάβολον, εισαγαγών εις την φύσιν του ανθρώπου, θνητοποιημένου δια της αμαρτίας, την αρχήν και την δύναμιν της αναστάσεως και της αθανασίας. ως Αγιασμός, μας έδωσε μέσα εις το θεανθρώπινον Σώμα Του όλα τα μέσα της χάριτος και όλας τας θείας δυνάμεις, δια την οικείωσιν του θεανθρωπίνου έργου Του της σωτηρίας και την επίτευξιν του σκοπού της υπάρξεώς μας. ως Κριτής, σταθμίζει, κρίνει και λαμβάνει απόφασιν περί της συμπεριφοράς μας προς Εκείνον ως τον Κτίστην και προς τον εαυτόν μας ως το θεοειδές κτίσμα, προς Εκείνον ως τον Σωτήρα και προς τον εαυτόν μας ως αντικείμενον της σωτηρίας, προς Εκείνον ως τον Θεάνθρωπον - την Εκκλησίαν - τον Αγιασμόν, και προς τον εαυτόν μας ως αντικείμενον αγιασμού, θεώσεως και θεανθρωποποιήσεως. Εις αυτό το τετραπλούν έργον Του ο Θεός πάντα ενεργεί «κατά την βουλήν του θελήματος αυτού» (Εφ. 1, 11), δηλαδή κατά το προαιώνιον σχέδιόν Του περί του κόσμου και του ανθρώπου, με τον σκοπόν «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ, τα τε εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης» (Εφ. 1, 10. Πρβλ. Κολ. 1, 16-17 και 20).
Ο Θεός έβαλε εις το φύραμα του ανθρωπίνου είναι την ζύμην του έρωτος προς τον Χριστόν, ώστε ο άνθρωπος, και μαζί του και όπισθέν του όλη η κτίσις, να ποθή και να τείνη προς τον Χριστόν. Όθεν όλη η κτίσις είναι εις τον πυρήνα της Χριστοκεντρική και τείνει και φέρεται προς τον Χριστόν ως προς το φυσικόν κέντρον της και σκοπόν (πρβλ. Ρωμ. 8, 19-23. Κολ. 1, 16-17. Εφ. 1, 4-5). Ενώ εις το δημιουργικόν, σωτηριώδες και αγιαστικόν έργον Του ο Θεός εμφανίζεται ως ο αροτριών, ο σπορεύς και ο καλλιεργητής, εις το δικαστικόν έργον Του εμφανίζεται ως ο θεριστής και ο αλωνιστής. Είναι εντελώς φυ­σικόν ο ουράνιος Σπορεύς, ο πλουσιοπαρόχως σπείρας το σπέρμα των αιωνίων θείων αληθειών εις την γην των ανθρωπίνων ψυχών, να έλθη και να ιδή πόσον από το σπέρμα αυτό έχει σαπίσει εις την λάσπην των ηδονών, πόσον έχει πνιγεί εις τα αγκάθια των παθών, πόσον έχει μαρανθή εις την φωτιάν της φιλαμαρτησίας, και πόσον έχει καρποφορήσει και φέρει τον θείον καρπόν, και να θερίση και αλωνίση τους ώριμους βλαστούς του επιγείου σίτου. Επειδή είναι, ακριβώς, ο αροτριών, ο σπορεύς και ο καλλιεργητής, έχει το δικαίωμα να είναι και ο θεριστής και ο αλωνιστής. επειδή έχει δωρήσει εις τους ανθρώπους όλα τα μέσα τα αναγκαία διά την επίτευξιν του από τον Θεόν οριζομένου σκοπού της ζωής, έχει δικαίωμα να είναι και ο Κριτής. Θα ήτο ασυγχώρητος αδικία και προσβολή και τυραννία, εάν επαρουσιάζετο ο Θεός ως Κριτής, χωρίς να έχη προηγουμένως εμφανισθή ως η Σωτηρία και ο Αγιασμός. Δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα ο Θεός ο οποίος δεν θα ήθελε να αποκαλύψη εις τους ανθρώπους την οδόν προς την αιώνιον ζωήν, να ειπή εις αυτούς την αιώνιον Αλήθειαν, να τους δώση τα μέσα διά την σωτηρίαν από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον, με μίαν λέξιν, ο Θεός ο οποίος δεν θα ήθελε να γίνη ο Σωτήρ των. Εις ένα τοιούτον Θεόν εκβιαστήν η ανθρωπότης θα είχε δικαίωμα ομοψύχως και ομοφώνως να πετάξη κατά πρόσωπον εκείνο το οποίον είπεν ο κακός δούλος της παραβολής των ταλάντων (Ματθ. 25, 24-25).
Εάν ο Χριστός θα ήτο τοιούτου είδους Θεός, δεν θα έπρεπε να πιστεύη τις εις Αυτόν, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει Αυτός δεν θα ήτο αληθινός Θεός, αλλ' εις μεταξύ πολλών άλλων ανισχύρων και αυτοκλήτων θεών μέσα εις το άθλιον πάνθεον των ανθρωπίνων ειδώλων. Επειδή όμως ο Θεάνθρωπος Κύριος Χριστός εφάνη ως ο Σωτήρ του ανθρώπου και της ανθρωπότητος και κατά την άρρητον φιλανθρωπίαν Του ετέλεσε το βαρύτατον έργον της σωτηρίας και επειδή έδωκεν εις τους ανθρώπους όλα τα δώρα του ουρανού, τα οποία μόνον ο Θεός της αγάπης δύναται να δώση. Αυτός έχει δικαίωμα να κρίνη τον κόσμον και τον άνθρωπον.
Ασφαλώς, καθ' όσον ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Θεόν Πατέρα και τον Θεόν Άγιον Πνεύμα, τόσον είναι και η κρίσις επί της ανθρωπότητος, έργον ολοκλήρου της Αγίας Τριάδος. Αλλά διά να μη διαμαρτυρηθή ο επαναστατημένος άνθρωπος, κατά την θεομάχον αμαρτωλότητά του, και να μη είπη ότι ο Θεός ο οποίος δεν έζησε εις την ανθρώπινην σάρκα, δεν έπαθε τα πάθη του ανθρώπου, ο οποίος δεν διήλθε διά της επιγείου φωλεάς των εχιδνών, δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τους ανθρώπους, διά τούτο ο Θεός Πατήρ «την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω Υιώ» (Ιω. 5, 22), και «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη εν ανδρί ω ώρισε, πίστιν παρασχών πάσιν, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Πράξ. 17, 31).
Ωρίσας τον άνθρωπον Ιησούν, τον σαρκωθέντα Θεόν Λόγον, να κρίνη τον κόσμον, ο Θεός εποίησε την τελικήν δικαιοσύνην εις την ανθρωπότητα, φιλανθρώπως κλείσας τον κύκλον της ουρανίου Δικαιοσύνης Του επί της γης και ως εκ τούτου οι άνθρωποι δεν δύνανται να έχουν δικαίωσιν της διαμαρτυρίας και ανταρσίας εναντίον της κρίσεως του Θεού. Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς είναι όχι μόνον ο «της πίστεως αρχηγός», αλλά και «τελειωτής» της πίστεώς μας, η αρχή και το τέλος ολοκλήρου του σχεδίου του Θεού περί του κόσμου και του ανθρώπου (Εβρ. 12, 2. πρβλ. 2, 10).
Διά μέσου όλων των αλλαγών και αλλοιώσεών της όλη η κτίσις τρέχει προς το τέλος της. Διά μέσου όλων των ημερών και όλων των νυκτών όλοι οι άνθρωποι, μαζί τους και οπίσω αυτών και ολόκληρος η κτίσις, τρέχουν προς την τελευταίαν ημέραν εις την οποίαν θα τελειώση το μυστήριον του κόσμου τούτου και της ανθρωπίνης ιστορίας. Όλαι αι ημέραι, ωσάν λευκοί ποταμοί, και όλαι αι νύκται, ωσάν μαύροι ποταμοί συντρίβονται και διασχίζουν τους γκρεμούς και τας αβύσσους της υπάρξεως, συμπαρασύροντες όλα τα όντα και όλην την κτίσιν προς την τελευταίαν ημέραν εις την οποίαν δεν είναι δυνατόν να μη καταλήξουν και να μη αποπερατώσουν τον ρουν των. Παν ό,τι έζησε και ζη εις το κλουβί του χρόνου, υποχρεωτικώς θα εισέλθη εις την εσχάτην αυτήν ημέραν και θα αποβιβασθή εις την όχθην της. Δεν υπάρχει ον ούτε κτίσμα το οποίον ο ποταμός του χρόνου δεν θα μεταφέρη εις την εσχάτην αυτήν ημέραν. Με την ημέραν αυτήν ο χρόνος θα τελειώ­ση την ύπαρξίν του, διά τούτο και ονομάζεται αυτή εις την Aπoκάλυψιv «η εσχάτη ημέρα» (Ιω. 6,39. 40. 44· 11, 24· 12, 48), «η μεγάλη ημέρα» (Πραξ. Απ. 2, 20. Ιουδ. 6). Επειδή δε αυτή είναι η ημέρα από τον Θεόν ορισθείσα, εις την οποίαν Αυτός θα κρίνη την οικουμένην (Πράξ. Απ. 17, 13), διά τούτο λέγεται ακόμη και «ημέρα κρίσεως» (Ματθ. 10, 15· 11, 22. 24· 12, 36· Β' Πέτρ. 2, 9· 3, 7. Α' Ιω. 4, 17), «ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Αλλ' εφ' όσον εδόθη πάσα η κρίσις εις τον Υιόν (Ιω. 5, 22) και επειδή Αυτός θα φανή εις την εσχάτην ημέραν ως ο Κριτής εν δόξη, ένεκα τούτου η ημέρα αυτή ονομάζεται και ημέρα του Υιού του ανθρώπου (Λουκ. 17, 22. 24. 26), ημέρα Κυρίου (Β' Πέτρ. 3, 10. Α' Θεσσ. 5, 2. Πρβλ. Ιεζεκ. 15, 5. Ησ. 2, 12. Ιωήλ 2, 31. Σοφ. 1,14. Μαλαχ. 4, 1), ημέρα του Χριστού (Β' Θεσσ. 2, 2· Φιλ. 1, 10· 2, 16), ημέρα του Κυρίου Ιησού (Β' Κορ. 1, 14. Α' Κορ. 1, 8· 5, 5), ημέρα κρίσεως και απωλείας των ασεβών ανθρώπων (Β' Πετρ. 3, 7· 2, 9).
Εις αυτήν την πολυσήμαντον ημέραν ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς θα διατυπώση την εσχάτην, την τελεσίδικον κρίσιν Του περί ολοκλήρου της ιστορίας του κόσμου και του ανθρώπου, περί όλων των ανθρώπων μαζί και περί εκάστου προσωπικώς. Και όπως εις το τέλος της δημιουργίας επεσκόπησεν όλα τα δημιουργηθέντα όντα και κτίσματα και εξέφρασεν περί πάντων την κρίσιν Του, ότι είναι «λίαν καλά» (Γεν. 1, 31), ούτως, ο Τρισήλιος Κύριος θα επιθεωρήση και εις την εσχάτην ημέραν όλα τα όντα και κτίσματα, εις το τέλος της πορείας των διά μέσου της ιστορίας, και θα εκφράση την κρίσιν Του περί πάντων. Τότε θα χωρίση τελικώς τους καλούς και τους κακούς, και θα ορίση ανυπέρβατον και αδιάβατον όρον μεταξύ των. Τότε θα διατυπώση την τελικήν Του αλάθητον κρί­σιν περί όλων των ανθρωπίνων αξιών. τότε θα ζυγίση εις τον τέλειον και ακριβή ζυγόν της Δικαιοσύνης και της Αγάπης Του όλα τα έργα των ανθρώπων, όλας τας σκέψεις και λογισμούς των ανθρώπων, όλα τα αισθήματα των ανθρώπων, όλας τας επιθυμίας των ανθρώπων, όλας τας λέξεις και λογισμούς των ανθρώπων. τότε θα τελειώση «το μυστήριον του Θεού» (Αποκ. 10, 7) περί του ανθρώπου, περί της κτίσεως, περί του κόσμου, περί του σύμπαντος. τότε όλοι οι αγαθοί και παν το αγαθόν θα κληρονομήση την αιώνιον Μακαριότητα, τον αιώνιον Παράδεισον, την γλυκυτάτην Βασιλείαν των Ουρανών του Γλυκυτάτου Κυρίου Ιησού, όλοι δε οι κακοί και παν το κακόν την αιώ­νιον βάσανον, την αιώνιον Κόλασιν εις το πάμπικρον βασίλειον των παγκάκων πεσόντων αγγέλων. 
 
"Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ"
ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974   

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

H προσευχή του Αγίου Μαρτίνου

H προσευχή του Αγίου Μαρτίνου

Δημοσιεύθηκε: 2 Αυγούστου 2010 Κατηγορίες: Θεολογία και Ζωή

Αρχαία μαρτυρία από την Ορθοδοξία της δύσης. Η νοερά προσευχή και άσκηση υπήρχαν πάντοτε στην ζωή της Εκκλησίας
Μία από τις σημαντικώτερες ενδείξεις ότι ο Θεός δεν εγκατέλειψε ακόμη την αναξία μας γενεά μέσα στους πονηρούς αυτούς καιρούς είναι ότι παρά τους συνεχείς κλονισμούς και εκτροχιασμούς δεν απωλέσαμε ακόμη την μυστική μνήμη και βίωσι της προσευχής της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Το ότι δε η επιβίωσις αυτή ωδήγησε τελικώς και σε αναβίωσι αποτελεί ένα ακόμη με γαλύτερο σημείο του απείρου πλάτους των οικτιρμών του Κυρίου, καθώς και η νεώτερη θεολογία και ζωή παρουσιάζει εμφανείς τάσεις αναβαπτίσεως στην μυστική Παράδοσι, αλλά και ξένοι κύκλοι, Ορθόδοξοι και μη, σπεύδουν διψασμένοι να μαθητεύσουν στην σωστική αυτή διδαχή.
Είναι διάχυτη όμως και σε μας — και ακόμη περισσότερο στους ξένους — η αντίληψις πως η σημερινή Ορθόδοξη πρακτική της προσευχής είναι μία επί μέρους και ειδική παράδοσις του βυζαντινού μοναχισμού (κυρίως από τον 9ο αιώνα και μετά) και όχι η γενική καθολική παράδοσις του Χριστιανισμού- ακόμη δε περισσότερο πως η λεγομένη νηπτική παράδοσις της νοεράς προσευχής αποτελεί απλώς προϊόν του ησυχαστικού κινήματος του 14ου αιώνος, παρόλο που οι ίδιοι οι ησυχασταί δεν έπαυσαν ποτέ να εξηγούν, πως η διδασκαλία τους ανάγεται σε αυτήν όλων των προηγουμένων Πατέρων, βιώθηκε απ’ όλους τους μεγάλους αγίους, παλαιούς και νέους, όσιους και μάρτυρες, και διήκει μέχρι τους Αποστολικούς χρόνους, την διδασκαλία των Ευαγγελίων, αλλά και αυτής της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι και πολλοί φωτισμένοι νεώτεροι διδάσκαλοι προσπάθησαν και προσπαθούν να άρουν τις ηθελημένες αυτές παρεξηγήσεις και να καταδείξουν στον σύγχρονο κόσμο την εκπληκτική αυτή ενότητα και συνέχεια.
Η αδιάσπαστη αυτή ενότητα και συνέχεια του μυστικού βιώματος της Εκκλησίας γίνεται ακόμη πιο εκπληκτική (και απροσδόκητη ίσως), όταν επισημαίνεται και σε έργα αρχαίων «Δυτικών» Πατέρων η βίους αγίων της αρχαίας Ορθοδόξου Δύσεως, γραμμένους μάλιστα ατά λατινικά. Εξέχον τέτοιο παράδειγμα είναι ο βίος του αγίου Μαρτίνου, επισκόπου στην Ορθόδοξη Γαλλία του 4ου αιώνος. Σ’ αυτό το σύντομο σημείωμα, ας μας επιτροπή να ρίξουμε ένα βλέμμα (αδιάκριτο ίσως και ανάρμοστο, αλλά πάντως πλήρες πόθου) στις σχετικές πτυχές του βίου του, όπως μας τις παραδίδουν οι αρχαίες λατινικές μαρτυρίες.
Ο Άγιος.
Ο άγιος Μαρτίνος έζησε μέσα στον 4ο αιώνα (316-397) κατά τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου και των διαδόχων του. Καταγόταν από Ρωμαϊκή — τότε περιοχή της σημερινής Ουγγαρίας, αλλά έδρασε ως επί το πλείστον στην Β. Ιταλία και κυρίως στην Γαλατία, δηλ. την σημερινή Γαλλία. Υπηρέτησε ως στρατιωτικός περίπου 25 χρόνια, αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκε από πόθο για την μοναχική ζωή και υπήρξε ο πρώτος εισηγητής του ωργανωμένου μοναχισμού στη Δύσι. Παράλληλα εξελέγη και επίσκοπος της πόλεως Τουρώνης (σημερινής Τουρ της κεντρικής Γαλλίας), όπου αρχιεράτευσε επί περισσότερο από 26 χρόνια. Η δράσις του υπήρξε πολυσχιδής και, έκτος των άλλων, ανεδείχθη και μέγας θαυματουργός, ώστε ανέστησε και νεκρούς. Μετά θάνατον τα θαύματα συνεχίσθηκαν στον τάφο του ακατάπαυστα επί αιώνες, και μάλιστα και μετά την εγκατάστασι των Φράγκων στις περιοχές εκείνες. Σιγά-σιγά έγινε ο δημοφιλέστερος άγιος της Δύσεως και τιμήθηκε με χιλιάδες ναούς, αλλά σήμερα το ιστορικό του πρόσωπο έχει υποστή ποικίλες αλλοιώσεις, οι οποίες άλλωστε εκφράζουν και τις γνωστές παρεκκλίσεις του «Δυτικού» Χριστιανισμού.
Διαβάζοντας λοιπόν τις αρχαίες μαρτυρίες για τον βίο αυτού ακριβώς του άγιου, τον βλέπουμε να αγιάζεται και να θεούται μέσα από τις ίδιες ακριβώς πρα κτικές, που αποτελούν μέχρι και σήμερα την πνευματική παράδοσι της Ορθοδοξίας, ενώ στη Δύσι όχι μόνο έχουν αθετηθή, αλλά και θεωρούνται πλέον δεισιδαι μονίες και προσθήκες των Ανατολικών. Ρίγη συγκινήσεως διαπερνούν τον ανα γνώστη των αρχαίων αυτών μαρτυριών, ο όποιος αντιλαμβάνεται αμέσως την ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία τους. Εδώ θα αναφερθούμε μόνο στην προσωπική βίωσι της προσευχής από τον άγιο, μια και η κοινή λατρεία είναι μάλλον θέμα της Λειτουργικής.
Η πρακτική της περιστασιακής προσευχής.
Σκηνές προσευχής μπροστά σε δύσκολες περιστάσεις και κυρίως πριν από θαυματουργίες απαντούν πολύ συχνά μέσα στον βίο του αγίου Μαρτίνου. Εντύπωσι όμως προκαλεί το γεγονός ότι σχεδόν πάντοτε προτιμά μία στάσι, που μπορεί τελικά να αποδοθή στα ελληνικά με το ρήμα προσπίπτει. Πρόκειται για την λατινική λέξι prosternitur (=καταστρώννυται, στρώνεται κάτω). Ακόμη σήμερα στην oρθόδοξη παράδοσι ομιλούμε για στρωτές μετάνοιες! Η στάσις αυτή θεωρείται σκανδαλώδης από τον σύγχρονο κόσμο, ενώ βιώνεται με αδιάσπαστη συνέχεια στην Ορθοδοξία και συναντάται κατά κόρον και στην εικονογραφία, όπως π.χ. στους μαθητές στην Μεταμόρφωσι, στις Μυροφόρους στο «Χαίρετε», στην Μαρία στην Ανάστασι του Λαζάρου και σε μεγάλο πλήθος άλλων παραστάσεων. Άλλωστε σήμερα ένας σεβαστός αριθμός μεγάλων (στρωτών) μετανοιών αποτελεί το κυρίως μέρος του μοναχικού κανόνος, αλλά και της προσευχής κάθε ευλαβούς Χριστιανού. Κατά τον βιογράφο του άγιου Μαρτίνου αυτό υπήρξε «αγαπημένη συνήθεια» και μόνιμο «προσφιλές όπλο» του άγιου, ενώ οι πνευματικοί του απόγονοι, που τον έχουν επί χίλια πεντακόσια χρόνια για προστάτη τους, περιφρόνησαν την «προσκύνησι» και τις «μετάνοιες» ως ανατολίτικες δουλοπρέπειες και προτίμησαν την «αξιοπρεπή» genuflectio των Φράγκων ιπποτών («κάμψι» του δεξιού γόνατος μέχρι το έδαφος με το σώμα σε όρθια θέσι) ή το άνετο ευθυτενές γονάτισμα πάνω στο ειδικό υπερυψωμένο σανίδι των εδράνων των δυτικών ναών, καθιστώντας έτσι φανερή την αδυναμία της θεολογίας τους να συλλαβή την αξία της σωματικής ταπεινώσεως και του σωματικού κόπου για τον ερχομό της Χάριτος του Θεού.
Στον άγιο Μαρτίνο δεν λείπουν και όλα τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα της ορθοδόξου παραδόσεως: Η προσευχή γίνεται «εν σάκκω και σποδώ»! Πράγματι, όποτε ήθελε να δώση ιδιαίτερη έμφασι στην δέησί του έστρωνε κάτω ένα δέρμα (κιλίκιον) και στάχτη, η άλλοτε φορούσε το κιλίκιον ως ένδυμα και έραινε με στάχτη το κεφάλι του, πρακτικές που είναι γνωστές ήδη από την Π. Διαθήκη και εκφράζουν βαθεία μετάνοια και εκζήτησι του θείου ελέους. Ο σύγχρονος κόσμος τα θεωρεί όλα αυτά απελπιστικά και μελαγχολικά, μη εννοώντας πως η συναίσθησις της αμαρτωλότητος και αναξιότητος είναι απαραίτητη προϋπόθεσις, για να φθάση κανείς στην αίσθησι του μεγαλείου της «δωρεάν» ευσπλαχνίας του Θεού και ακολούθως να Τον δοξολογήση εκ καρδίας ως Σωτήρα όλων των ειλικρινώς μετανοούντων. Έτσι το πένθος και τα δάκρυα, στοιχεία πολύ βασικά της ορθοδόξου ζωής, καθίστανται χαροποιά και σωστικά και το «Κύριε ελέησον» δεν είναι ο αν τίποδας, αλλά το αχώριστο ταίρι του «Δόξα σοι ο Θεός».
Πολύ συχνά επίσης η προσευχή του αγίου Μαρτίνου συνοδεύεται από αγρυπνίες και νηστείες και την λοιπή «άσκησι». Τουλάχιστον σε μία περίπτωσι μάλιστα, αυτές είναι τριήμερες και μας υπενθυμίζουν τα περίφημα «τριήμερα» της Ορθοδοξίας! Ο άγιος, λέγει ο βιογράφος του, είχε κάνει τις νύκτες ημέρες… Σήμερα και τα δύο αυτά στοιχεία της κατά Θεόν ασκήσεως έχουν τόσο παραγνωριστή και ατονίσει στην Δύσι, ώστε μόλις και μετά βίας να συνάντησης κάποια σεβαστά απομεινάρια τους στα πιο «παραδοσιακά» δυτικά μοναχικά τάγματα, ενώ οι προγραμματισμένες και χρονομετρημένες (μέχρι και πεντάλεπτες!) λειτουργίες της ημέρας είναι ο κανών.
Επίσης η ενέργεια της προσευχής του αγίου ολοκληρώνεται με το σημείο του Σταυρού, το όποιον ονομάζεται «λάβαρον» (vexillum). Να λοιπόν, γιατί και σήμερα στον μοναχικό κανόνα οι «μετάνοιες» συνοδεύονται πάντοτε από σταυρούς.
Αυτού του είδους η προσευχή του αγίου ήταν κάτι περισσότερο από «αποτελεσματική»: Συνταρασσόταν γη και ουρανός, οι δαίμονες έφριτταν, οι ενεργούμενοι συγκλονίζονταν και ωρύονταν, οι άγγελοι κατέβαιναν εις συνομιλίαν του αγίου και ο Κύριος έκλινε το ους Του, επακούοντας την δέησι και επιτελώντας θαυμαστών δυνάμεων και σημείων!
Η πρακτική της αδιάλειπτου νοεράς προσευχής.
Όμως για τον άγιο Μαρτίνο η προσευχή δεν ήταν υπόθεσις κάποιων στιγμών και μόνον, αλλά τρόπον τινά υπόθεσις μιας ολοκλήρου ζωής. Ο βιογράφος του μας παρέχει την καταπληκτική για τον τόπο και τον χρόνο μαρτυρία, πως ο άγιος «semper orabat» (=πάντοτε προσευχόταν)! Παράλληλα συναντούμε κάποιες νύξεις για την μυστική ζωή του, oι όποιες προφανώς προέρχονται από περιστασιακές δικές του εκμυστηρεύσεις στους μαθητές του, σχετικά με το πως εκτελούσε την εντολή του «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Το κύριο συστατικό αυτής της πνευματικής καταστάσεως είναι η διηνεκιή ανάτασις της ψυχής προς τα ουράνια («animus caelo semper intentus»). Πρέπει να παρατηρήσουμε πως εδώ η σημασία της λέξεως ψυχή (animus, και όχι anima) ταυτίζεται απόλυτα με εκείνη της λέξεως νους των μεταγενεστέρων Πατέρων, πρόκειται δηλ. για νοερά προσευχή.
Βασική προϋπόθεσις της είναι η συνεχής εμμονή στο έργον Θεού (opus Dei) Ο όρος αυτός, αντίθετα με αυτό που ήθελαν να καταλάβουν πολλοί Δυτικοί ή δυτικίζοντες, ουδέποτε σημαίνει εξωστρεφείς καλές πράξεις, παρά αποκλειστικά και μόνον την πνευματική εργασία, δηλ. αυτό που εννοούμε σήμερα στο Άγιον Όρος όταν λέμε ότι κάποιος «κάνει τα πνευματικά του»: ατομική προσευχή, κανόνας, ανάγνωσις κατανυκτικών βιβλίων, μνήμη θανάτου, μνήμη Θεού, δάκρυα κλπ. Έτσι τηρείται μία θαυμαστή ισορροπία μεταξύ «σχόλης» και «ασχολίας» δια της καταργήσεως και των δύο. Σχολασμός πλέον δεν είναι η νοσηρή ραθυμία και απραγία, αλλά η απόθεσις των βιοτικών απασχολήσεων και ασχολία δεν είναι η κοσμική τύρβη της ανθρώπινης πολυπραγμονίας, αλλά η ενεργός πνευματική εργασία.
Ανθρωπίνως θα έλεγε κανείς, πως ήταν αδύνατον ο άγιος να προσευχόταν νοερώς και κατά την διάρκεια της αναγνώσεως η της ενασχολήσεως με τις υποθέσεις της επισκοπής. Και όμως! Για να το καταλάβουμε αυτό ο βιογράφος του μας δίδει για παράδειγμα μια καθημερινή εικόνα, που έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως αποτελεί ερμηνευτική παραβολή από το στόμα του ίδιου του άγιου Μαρτίνου: Ας προσέξουμε τους σιδηρουργούς, όταν κτυπούν το σφυρί στο αμόνι. Αφού δώσουν μερικά γερά κτυπήματα, έπειτα δεν σταματούν αμέσως, αλλά εξακολουθούν να κτυπούν σιγά-σιγά και χωρίς να καταβάλλουν προσπάθεια, έπειτα πάλι χτυπούν δυνατά, και μετά πάλι σιγά και μηχανικά κ.ο.κ. Έτσι λοιπόν στα διαλείματα ανάμεσα στα κύρια κτυπήματα δεν σταματούν, αλλά συνεχίζουν χαλαρώτερα και δίχως έντασι. Η συνέχισις αυτή οφείλεται στην «φόρα» που έχουν από προηγουμένως και σε προθέρμανσι για την επόμενη προσπάθεια. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο νους, όταν κοπιάση και αγωνισθή στην προσευχή, στην συνέχεια εξακολουθεί την ευχή χωρίς έντασι και κόπο, αλλά χαλαρά, ξεκούραστα και δίχως ιδιαίτερη προσπάθεια, ενόσω ασχολείται κανείς και με διάφορες απαραίτητες εργασίες. Με αυτή την εικόνα λοιπόν ο άγιος εξηγούσε παραβολικά στους μαθητές του το αδιάλειπτον της προσευχής του. Καταλαβαίνουμε ότι η εργασία αυτή απαιτεί κόπο και έντασι κατά την διάρκεια της κυρίως προσευχής και διαρκή καρδιακή προσήλωσι προς τον Θεό σε κάθε στιγμή της ζωής.
Δεν έλειψαν στον άγιο Μαρτίνο και τα θεωτικά αποτελέσματα της ευχής: Μία βασική αρετή, που διατρέχει ολόκληρο το μήκος και το πλάτος της πολιτείας του, υπήρξε η απάθεια, εκφραζόμενη ως παντοτεινή παραμονή στην ίδια κατάστασι και διαρκής αταραξία (υποδηλώνεται με τον όρο constantia). Ακόμη όλοι αναγνώρι ζαν μία αίσθησι ουράνιας αγαλλιάσεως στο πρόσωπο του! Μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του όχι μόνο κράτησε τον νου του στα ουράνια, αλλά και από την επιθανάτια κλίνη ακόμη δεν ήθελε να γυρίση στο πλευρό, για να έχη προσηλωμένο το βλέμμα του στον ουρανό. Την ώρα του θανάτου του το πρόσωπο του θα λάμψη σαν πρόσωπο αγγέλου!
Με αφορμή ένα άλλο περιστατικό, ο άγιος θα μας δώση ακόμη μία σημαντική διδασκαλία περί προσευχής: Ο βιογράφος του μας διηγείται με κάθε λεπτομέρεια πως ενεπλάκη σε μία πυρκαγιά, την ώρα που κοιμόταν μετά από μία πολύ κοπια στική ήμερα. Ξύπνησε τρομαγμένος και στην κατάστασι αυτή ο πειρασμός κατάφε ρε να του υποκλέψη τον νου. Όπως ομολογούσε ο ίδιος, δεν προσέφυγε αμέσως «στα όπλα της προσευχής και το λάβαρο του Σταυρού», αλλά καταγινόταν πανικόβλητος να ανοίξη την πόρτα. Όμως το μάνταλο δεν άνοιγε… Σε λίγο «ελθών εις εαυτόν», προσέπεσε στην γνώριμη του στάσι προσευχής και η φωτιά υποχώρησε θαυματουργικώς.
Να λοιπόν, γιατί οι άγιοι μισούν την τύρβη και την ταραχή του κόσμου και αγαπούν τις ερημίες! Να γιατί χίλια χρόνια αργότερα θα ομιλούν για ησυχία και ησυχασμό και ο κόσμος πάλι δεν θα τους καταλαβαίνη! Όμως εμείς πιστεύουμε ότι και τώρα και εις τον αιώνα θα εύχωνται για τον φωτισμό του ιδικού μας τα λαίπωρου και εσκοτισμένου νοός. Αμήν.
Ιωάννης μ. Άγιαννανίτης
ΠΗΓΗ: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 4

B. N. ΤατάκηB. ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ

B. N. Τατάκη

B. N. Τατάκη

Ο Βυζαντινός Μυστικισμός ( Κυριώτερα Ρεύματα )



Γρηγόριος Παλαμάς
Δεν είναι δυνατό να σταματήσωμε σε όλους τους σημαντικούς αντιπροσώπους του Βυζαντινού μυστικισμού, τους μετά τον Συμεώνα, στο φλογερό λόγου χάρη μυστικό Νικήτα το Σταθάτο, το μαθητή του Συμεώνος (σημαντικά μυστικά έργα του είναι ανέκδοτα) ή τον Κάλλιστον τον Καταφυγιώτην (12ος αιώνας). Τον Κάλλιστον απασχόλησε αποκλειστικά το θέμα της θεώσεως, που το παρουσίασε με σπάνια διαλεκτική λεπτότητα. (Ελληνική Πατρολογία (Migne) τόμος 147, 833-941). Οι σελίδες του ανήκουν στις εκλεκτότερες της Βυζαντινής φιλοσοφίας.

Θα κλείσωμε το λόγο μας για το μυστικισμό του Βυζαντίου με την τελευταία μεγάλη κίνησή του τον ησυχασμό (14ος αιώνας), στα σπουδαιότερα σημεία του οποίου θα σταματήσωμε σύντομα.

Πρέπει πρώτα να υπενθυμίσω ότι, ενώ ως τον 11ον αιώνα η Μικρά Ασία παίζει πρωτεύοντα ρόλο και στην πνευματική ζωή του Βυζαντίου, αυτή αναδεικνύει τα περισσότερα στελέχη, στους τρεις τελευταίους αιώνες ο ρόλος αυτός περιέρχεται στο ευρωπαϊκό τμήμα της, Αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος αναδεικνύονται τώρα τα σπουδαιότερα, μαζί με τη Βασιλεύουσα, κέντρα της πνευματικής ζωής.

Κατά τα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης εισήγαγε στο Άγιον Όρος τήν Ησυχίαν, τον ανώτερο δηλαδή βαθμό της μοναστικής ζωής. Εδώ τώρα στο Άγιο Όρος η Ησυχία αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε στο ζωηρό μυστικό κίνημα του ησυχασμού. Την αφορμή στη μεγάλη έριδα που άναψε γύρω από τον ησυχασμό, που συνετάραξε την Ορθοδοξία πάνω από εκατό χρόνια και έληξε με τη νίκη του ησυχασμού και την αποδοχή του από την επίσημη Εκκλησία, την έδωσεν ένας Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (από την Καλαβρία της Ιταλίας, 1290-1348). Θα. δούμε αμέσως πώς έγιναν τα πράγματα.

Οι ησυχασταί του Αγίου Όρους είχαν καταλήξει ,να πιστεύουν ότι ωρισμένη στάση του σώματος κατά. την ώρα της προσευχής, βοηθούσε πολύτιμα να φτάσουν στην εκστατική αγάπη, που με τρόπο άμεσο και όχι προοδευτικό, τους έφερνε στην ποθητή ένωση με το Θεό. Έπρεπε να προσηλώνουν την προσοχή τους προς τη θέση της καρδιάς. Η ένωση με .το Θεό, έλεγαν, γίνεται όταν το πνευμα επιτύχη να προσελκύση το νου στο βάθος της καρδιάς, τον στραγγαλίση, του απαγορέψη τη συνήθη κίνησή του προς τα εξωτερικά αντικείμενα και από την Βαβυλώνα τον επαναφέρη στη Σιών. Μόνο η ενέργεια της καρδιάς οδηγεί στην καθαρή αλήθεια,. γιατί είναι ενέργεια απλή και καθαρή, χωρίς καμμιά μορφή,δώρο της θείας χάριτος. Η κίνηση για το μυστικό έρωτα προς το Θεό, αντιδιανοητική ευθύς από την αρχή, τονίζει τώρα όλο και περισσότερο το ρόλο της καρδιάς, του αισθήματος. Όλο και περισσότετο ευρύνεται η περιοχή που άνοιξεν η ευαγγελική εντολή για την αγάπη, και πάει να αγκαλιάση όλη τη ζωή του ανθρώπου. Και, όπως ήταν φυσικό, οι καλύτεροι αποδέκτες του ευαγγελικού κηρύγματος στάθηκαν οι μυστικοί.

Αδιάκοπα αντιπαραθέτουν. οι ησυχαστές στο λόγο, τον νουν και την καρδιά. Όταν η καρδιά στραγγαλίση το νου, εξασφαλίζει τη γνώση των αρχών και την ορθή εκτέλεση των θείων εντολών. Είναι η γλώσσα που πολύ αργότερα θα μιλήση πολύ καθαρά ο μεγάλος Πασκάλ, αλλά και ο Ρουσσώ. Και οι δυο τους δίνουν τα πρωτεία στη γλώσσα της καρδιάς, στη λογική, όπως λένε, της καρδιάς, όχι του λόγου. Με την επιμονή σ' αυτό το είδος της θεωρίας και της προσευχής οι μοναχοί του Αγίου Όρους έλεγαν ότι έφταναν να βλέπουν γύρω τοιυς ένα δυνατό φως, που τους πλημμύριζε με άρρητη χαρά. Και πρόσθεταν ότι το φως αυτό ήταν το ίδιο το άκτιστο φως του Θεού, ξεχωριστό από την ουσία του Θεού. Είχε όμως την ίδια φύση με το φως που εθάμπωσε τα μάτια των Αποστόλων στο Όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος.

Αυτά είναι που εξένισαν τον Βαρλαάμ. Είχε έλθει από την Καλαβρία στην Κωνσταντινούπολη για να μελετήση τον Αριστοτέλη στο πρωτότυπο. Στη Δύση είχε από καιρό επιβληθή ο Αριστοτέλης. Τον εγνώρισαν κυρίως από τους Άραβες σε μεταφράσεις, αλλά και από έργα Βυζαντινών. Σημειώνομε ιδιαίτερα «την πηγήν της γνώσεως» του Δαμασκηνού, που ως την εποχή τούτη είχε μεταφρασθή τέσσερις φορές στα Λατινικά και άσκησε εξαιρετική επίδραση στον Άγιο Θωμά τον Ακινάτο. Είχε κιόλας ασκήσει ο Αριστοτέλης μοναδική επίδραση στη σκέψη των Δυτικών, που από τον 11ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται φιλοσοφικά και να παρουσιάζη μια πρώτη άνθηση. Η επίδραση αυτή έφτασε στο κατακόρυφό της με τον περίφημο Θωμά τον Ακινάτο. Ο Ακινάτος είδε στον Ατριστοτέλη τον μόνο μεγάλο φιλόσοφο με τα μεθοδικά όπλα εκείνου συνέταξε τη δική του φιλοσοφία, τη μόνη αληθινή και γι' αυτό, όπως είπε, και μόνη χριστιανική. Ειναι η φιλοσοφία την οποία και σήμερα αποδέχεται η Καθολική Εκκλησία ως επίσημη χριστιανική φιλοσοφία. Η κίνηση αυτή για τον Αριστοτέλη εξύπνησε, όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον των Δυτικών για τα πρωτότυπα αριστοτελικά κείμενα και για τη σπουδή της Ελληνικής, αυτή έφερε και τον Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη. Ενδιαφέρουσα και περίεργη μορφή ο Βαρλαάμ. Μελέτησε τον Ευκλείδη και έγραψε αριθμητική σε εξ βιβλία. Μελέτησε και έγραψε ενδιαφέρον έργο για τους Στωϊκούς. Επηρμένος από τη σοφία του και έχοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του δημιούργησε μεγάλο θόρυβο στο Βυζάντιο, όπου ήθελε, φαίνεται, να προξενήση την εντύπωση ότι η σοφία των Δυτικών, τους οποίους οι Βυζαντινοί εξακολουθούσαν ακόμη να θεωρούν βαρβάρους, ήταν ανώτερη.

Η προκλητικότητα του Βαρλαάμ προκάλεσε δημόσια συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα στο παλάτι, μπροστά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Γ' και την αυλή του, (1330). Τον Βαρλαάμ ανέλαβε να αντικρούση ένας μεγάλος Βυζαντινός σοφός ο Νικηφόρος ο Γρηγοράς. Ο διάλογός του "Φλωρέντιος", αν και όχι αντικειμενικός, δείχνει καθαρά τι επιδίωξε και τι πέτυχε στη συζήτηση εκείνη ο Γρηγοράς. Στο πρόσωπο του Βαρλαάμ θέλει να ξεσκεπάση τον σοφιστή, τον επιπόλαια διαβασμένο άνθρωπο. Αρχίζει τον έλεγχο της σοφίας του από την αστρονομία, και τον αναγκάζει, ευθύς από την αρχή να σβύση και την αστρονομία και τις συναφείς επιστήμες από τον κατάλογο των επιστημών για τις οποίες μπορεί να απαντήση σε όποιον τον ρωτά. Περήφανος ο Γρηγοράς για την μαθηματική του σοφία -ήταν κοντά στα άλλα δυνατός μαθηματικός και την εποχή εκείνη ιδιαίτερα ή αστρονομία εγνώριζε σημαντική ακμή στο Βυζάντιο- θέλει να ξεσκεπάση την αμάθεια του Βαρλαάμ και του Δυτικού κόσμου, να δείξη τον κατώτερο βαθμό της επιστήμης των πόσο η σοφία των περιοριζόταν στη φυσική και τη λογική του Αριστοτέλη και τι αξία είχε.

Ντοπιασμένος από την αποτυχία του ο Βαρλαάμ κατέφυγε στη Θεσσαλογίκη και από κει πέρασε στο Άγιο Όρος. Εκεί γνώρισε από ένα αμαθή μοναχό τη διδασκαλία της ησυχίας την οποία παραμόρφωσε και γελοιοποίησε. Ονόμασεν ομφαλοσκόπους τους ησυχαστάς και πρόβαλε δριμύς κατήγορός των για κακοδοξία. Αφού ισχυρίζονται, λέγει, ότι βλέπουν με τα σωματικά τους μάτια το θείο και άκτιστο φως, αυτό σημαίνει ότι γι' αυτούς η θεία χάρη είναι κάτι κτιστό. Καταστρέφουν λοιπόν, συμπεραίνει, θεμελιώδη δόγματα της Εκκλησίας. Η θεωρία του θείου, αντιτάσσει ο Βαρλαάμ και εδώ φαίνεται ο άκρος ορθολογισμός του, είναι επιστήμη και γνώση. Όποιος γνωρίζει τη σοφία, γνωρίζει και την αλήθεια; και όποιος γνωρίζει την αλήθεια γνωρίζει το Θεό και μένει κοντά του κατ' ανάγκην. Αφού σπουδάσης, προσθέτει, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τότε θα φτάσης στη σύλληψη της αλήθειας. Είναι φανερό ότι για τον Βαρλαάμ η θύραθεν σοφία είναι μια κάθαρση της ψυχής, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να φτάσης στο Θεό, να ενωθής μαζί του. Αντίθετη θέση προς τη θέση των μυστικών της σχολής του Συμεών πού ακολουθούν οι ησυχαστές. Κάθε ορατό ον, λέγει ακόμη ο Βαρλαάμ, είναι κτιστό το Θαβώρειο φως έγινε ορατό από σωματικά μάτια, δεν είναι λοιπόν καθόλου άκτιστον. Είναι κτίσμα, «περιγραπτόν», και δέ διαφέρει από το φως που βλέπομε με τις αισθήσεις μας είναι κάτι κατώτερο από. το νου.

Τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ δείχνουν καθαρά ότι η σκέψη του είναι εντελώς ξένη προς το μυστικισμό, τον αγνοεί, ή αδυνατεί να τον κατανοήση είναι μια σκέψη πολύ κοντά στα ελληνικά μέτρα και θέλει, όπως εκείνη, να στηρίζεται σε φυσικά, λογικά επιχειρήματα. Ενω ο μυστικισμός αυτό ακριβώς θέλει να ξεπεράση. Αν και Έλλην ο Βαρλαάμ, επειδή είναι κάτοχος της Λατινικής και έζησε στη Δύση, δέχτηκε την επίδραση των δυτικών σχολαστικών, ιδιαίτερα του Ακινάτου, και αυτών τις τάσεις και τα επιχειρήματα ακολουθεί. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι αντίπαλοι των ησυχαστών, εκτός από τον Γρηγορά. Έχουν όλοι δεχτή την επίδραση των λατίνων, που είχαν αρχίσει να μεταφράζωνται ελληνικά. Αρκετοί απ' αυτούς εκδηλώθηκαν και ως λατινόφρονες. Ο ίδιος ο Βαρλαάμ έγινεν αργότερα καρδινάλιος της καθολικής Εκκλησίας. Έτσι ο αγών κατα των ησυχαστών παίρνει στο βάθος μορφή αντιδικίας ανάμεσα στην Ανατολή, που τάσσεται με τον μυστικισμό, και τη Δύση που με τον Ακινάτο υποστηρίζει ότι ο λόγος είναι το μόνο όργανο για να σκεφτούμε το Θεό. Για μια φορά ακόμη το βαθύ, το ριζικό θέμα που είχε να αντιμετωπίση η Ορθοδοξία εδώ στην Ανατολή με τις λογής αιρέσεις ορθώνεται μπροστά της αλλά αυτή τη φορά έρχεται από τη Δύση, χειραγωγημένη μονοκόμματα από τον Αριστοτέλη που και ατελώς τον γνωρίζει ακόμη. Η Θεολογία, ο περί Θεού δηλαδή λόγος είναι γνώση (Ακινάτος-Βαρλαάμ), η αφήγηση θεωρίας (Συμεών); Είναι διαλογισμός ή ενόραση; Γύρω σ' αυτό το ερώτημα διεξάγεται η μάχη (βαρλααμιτών και ησυχαστών. Εκείνο που σκανδαλίζει περισσότερο τους βαρλααμίτες είναι ο ισχυρισμός των ησυχαστών ότι βλέπουν το άκτιστον φως. Αυτό το θεωρούν σαν υλοποίηση του Θεού.

Πριν περάσωμε στο Γρηγόριο Παλαμά (1296-1359/60) τον αρχηγό των ησυχαστών, για να δούμε πώς αντικρούει τον Βαρλαάμ και τους οπαδούς του, θα .πάμε στον Νικηφόρο Γρηγορά, τον κορυφαίο αντιπαλαμίτη. Αντίθετα προς όλους τους άλλους ο Γρηγοράς αντλεί τα επιχειρήματά του από τη βυζαντινή παράδοση, όχι από τη Δύση. Οξύς διαλεκτικός, δόκιμος γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, στη θεωρία των ησυχαστών, η οποία διακρίνει στο Θεό ουσία και ενέργεια, βλέπει σοβαρό κίνδυνο επιστροφής στον πολυθεϊσμό. Ο Παλαμάς, λέγει ο Γρηγοράς, ξαναφέρνει στη ζωή τις Ιδέες του Πλάτωνος, που είναι όντα μεσάζοντα ανάμεσα στο Θεό και τον αισθητό κόσμο. Ουσία και ύπαρξη, δέχεται ο Γρηγοράς ακολουθώντας την παραδομένη ορθόδοξη διδασκαλία, συμπίπτουν στο Θεό.Επειδή ο Γρηγοράς έβλεπε στον ησυχασμό μορφή πολυθεϊσμού τον πολέμησε με μεγάλη οξύτητα. Στην πάλη αυτή θυσίασε τα πάντα, αυτοκρατορική εύνοια, αξιώματα και τιμές, και προτίμησε τη φυλακή. Στή φυλακή πέθανε. Κι' όταν μαθεύτηκεν ο θάνατός του ξέσπασεν ασυγκράτητη η οργή των παλαμιτών. Ρίχτηκαν στο νεκρό του σώμα το ύβρισαν και το έσυραν μέσα στους δρόμους της πρωτεύουσας. Αναφέρω το θλιβερό αυτό περιστατικό γιατί δείχνει την οξύτητα των παθών που ξεσήκωσεν η «ησυχαστική έρις». Ας προσέξωμε ακόμη κάτι. Ο Γρηγοράς ήταν μεγάλος λόγιος και σοφός. Ήξερε καλά τους κλασικούς και προήγαγε τη σύγχρονή του επιστήμη, ιδίως τα μαθηματικά. Η μόρφωσή του όμως δεν εμπόδισε την ψυχή του να στραφή προς το υπερπέραν. «Έμεινα, λέγει, υπερήφανα, ακλόνητος (στον αγώνα κατά των παλαμιτών) για να σώσω τις ιδέες μου και την ψυχή μου».

Ας έλθωμε τώρα στον Παλαμά. Γόνος από ευγενή οικογένεια ανατράφηκε στην αυλή του Ανδρονίκου του Β'. Ενωρίς όμως τον κέρδισεν ο μυστικισμός, που την εποχή εκείνη είχε μεγάλη επίδοση σε όλη σχεδόν τη χριστιανοσύνη. Σύγχρονοι του Παλαμά και του Καβάσιλα είναι οι δυο πρώτοι σημαντικοί Γερμανοί μυστικοί ο Eckart και ο Tauler και μιλούν πολύ συγγενική γλώσσα. «Και γιατί, ρωτά ο Tauler, πρέπει να σωπαίνης; Γιατί τότε ο Λόγος θα μπορέση να γεννηθή μέσα σου και να βρή έκφραση, και να γίνη ακουστός. Αλλά είναι φανερό ότι, αν συ μιλάς, ο Λόγος θα σωπαίνη. Είναι αδύνατο να υπηρετήσης καλύτερα το Λόγο παρά σωπαίνοντας και ακούοντας. Αν τώρα εσύ βγης εντελώς έξω από τον εαυτό σου, τότε θα μπη μέσα σου ο Λόγος ολόκληρος...».

Νέος ο Παλαμάς εγκατέλειψε την αυλή, δέχτηκε το μοναχικό σχήμα στή Θεσσαλονίκη και αποσύρθηκε σε απόμερη σκήτη κοντά στη Βέρροια για να μονάση. Ήρθε όμως ο Βαρλαάμ με την επίθεσή του κατά των ησυχαστών και του διέκοψε τη συλλογή και τη μελέτη. Για να υποστηρίξη τη μέθοδο της προσευχής των ησυχαστών και να ανασκευάση τη γελοιοποίηση που επεχείρησεν ο Βαρλαάμ στηρίζεται ο Παλαμάς στη χριστιανική διδασκαλία ότι το ανθρώπινο σώμα, ναός του Θεού, δεν είναι αρχή του κακού. Πάνω στο θέμα αυτό έχομε ένα ενδιαφέρον έργο την «Προσωποποιΐα», που κι αν δεν είναι έργο του Παλαμά, όπως ήταν παλαιότερα γενικά αποδεκτό, απηχεί πάντως τις απόψεις που και εκείνος υποστηρίζει. Στο έργο αυτό η ψυχή προσωποποιημένη απαγγέλλει δριμύ κατηγορητήριον κατά του σώματος, και το σώμα, προσωποποιημένο κι' αυτό, απαντά με την σειρά του ανασκευάζει τις κατηγορίες και κατευθύνει το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, όσα είπε η ψυχή δεν είναι χριστιανικά αλλά νεοπλατωνικά. Συμπέρασμα που δίνει την ορθή θέση, τη χριστιανική, στο σώμα, το έτερο απαραίτητο σκέλος για την υπόσταση του ανθρώπου.

Πλανερός λοιπόν ο δρόμος των νεοπλατωνικών για την αλήθεια. Ο απλανής δρόμος, λέγει ο Παλαμάς, που οδηγεί στο Θεό είναι εκείνος που περνά μέσα από το νου, ο δρόμος του νου. Πού είναι όμως η θέση του νου; Εδώ είναι η ρίζα της διαφωνίας με τους Βαρλααμίτες. Είναι ο νους έξω από το σώμα ή μέσα στο σώμα; Να θέσωμε, λέγει ο Παλαμάς, το νου απόλυτα έξω από το σώμα για να απολάψωμε νοητά θεάματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη ελληνική πλάνη, ρίζα και πηγή κάθε κακοδοξίας, ανακάλυψις των δαιμόνων, καρπός της απουσίας του πνεύματος ... Και σε μας, συνεχίζει, οι οπαδοί της πλάνης υποστηρίζουν ότι ο νους κατά την προσευχή πρέπει να είναι έξω από το σώμα. Όταν ο ησυχαστής λέγη έξω από το σώμα, εννοεί φυσικά έξω από τη σωματική αίσθηση, όχι τόπο, θέση, αφού ο νους είναι ασώματος. Ξέρομε όμως καλά, προσθέτει ο Παλαμάς, ότι, όταν ο νους είναι μέσα στην καρδιά,βρίσκεται μέσα στο όργανό του, μέσα στο θησαυροφυλάκιό του. Όταν λοιπόν θέλωμε να καθαρίσωμε το νου πρέπει να τον συγκεντρώσωμε μέσα στην καρδιά. Φαίνεται καθαρά η θέση που παίρνει ο Παλαμάς στο βασικό αυτό πρόβλημα. Αντιτίθεται καθαρα και ξάστερα στον αντικειμενισμό της συλλογιστικής που βλέπει, θα λέγαμε, τον άνθρωπο σα συλλογιστική μηχανή, αντιτίθεται και στην έκσταση του νεοπλατωνισμού, που βγάζει τον άνθρωπο από τον άνθρωπο (φυγή, .έκστασις). Και προσπαθεί να διατυπώση μια θεωρία που πηγάζει από τη βαθύτερη ρίζα του χριστιανισμού. Θέλει το νου να βαφτίζεται μέσα στην καρδιά και να αφήνεται στην οδήγησή της. Για να αποφύγη την κατηγορία για υποκειμενισμό προσθέτει ο Παλαμάς ότι οι ησυχαστές δε θέλουν το νου μόνο μέσα στο σώμα και μέσα στην καρδιά, αλλά ότι θέλουν να τον ωθήσουν ως μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Μόνο τότε ο νους ξαναβρίσκει τη δική του ουσία, αφού περάση από την καρδιά, και, ξεπερνώντας κάποτε τον εαυτό του, αναστρέφεται με το Θεό.

Υποστήριξεν ο Βαρλαάμ ότι δεν υπάρχει θεωρία, που ξεπερνά τις νοητικές ικανότητες και θεώρησε γελοίο τον ισχυρισμό των ησυχαστών ότι φτάνουν στη γνώση του Θεού με μυστικό τρόπο. Ο Παλαμάς απαντά ότι η μυστική θεωρία αυτή και μόνο παρέχει την πιό λαμπρή απόδειξη για το ότι υπάρχει Θεός και είναι πάνω από όλα, τα όντα. «Εγώ, συνεχίζει ο Παλαμάς στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο, θέτω ότι η άγια πίστη μας, πάνω από όλες τις αισθήσεις καί διανοήσεις είναι ένα όραμα της καρδιάς μας με ιδιαίτερο τρόπο, γιατί ξεπερνά όλες τις νοητικές ικανότητες της ψυχής μας». Μόνο,. προσθέτει αλλού, όταν το φως πλημμυρίζη την καρδιά μας, μόνο τότε ο αληθινός άνθρωπος πηγαίνει στο αληθινό έργο του, ανεβαίνει στα αιώνια βουνά, βλέπει τον αόρατο, και από κει και πέρα μπαίνει ολοκληρωτικά στη χώρα του θαύματος. Εδώ θα σας θυμίσω πάλι τον Πασκάλ που μίλησε για Θεό που τον αισθάνεται η καρδιά (sensible au coeur) και τόνισε ότι άλλο πράγμα είναι να αισθανθής την αλήθεια με την καρδιά, άλλο να τη γνωρίσης με το λόγο. Αυτό το ίδιο ζήτημα απασχολεί και τον Παλαμά και την ίδια λύση .του δίνει. Η φωτισμένη καρδιά, όχι ο νους, αυτή μας οδηγεί στο Θεό, αυτή μας σώζει.

Πώς απαντά όμως στα επιχειρήματα του Βαρλαάμ ότι το θαβώρειο φως είναι υλικό, κτιστό και αισθητό; Θέτει, όπως είδαμε, πραγματική διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια του Θεού. Υπάρχει, λέγει ο Παλαμάς, απειρία,θείων ενεργειών μια απ' αυτές είναι το θαβώρειο φώς. Όλες αναβρύζουν από την ουσία του Θεού, σαν από αστείρευτη πηγή, και είναι δεμένες μαζί της με τρόπο αξεδιάλυτο. Η θεία ουσία είναι, λέγει ακολουθώντας το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο θείος γνόφος, από όπου αποροέουν οι θείες ενέργειες, που αποτελούν τις εκδηλώσεις του Θεού, την προχώρησή τους προς εμάς. Ο άνθρωπος βοηθημένος από την θεία χάρη ενώνεται όχι με την ουσία αλλά με την ενέργεια του Θεού. Επειδή όμως και το πιο μικρό μόριο της θείας ουσίας έχει όλες τις δυνάμεις της θεότητας, -η θεότητα δεν μερίζεται όπως τα σώματα- όσοι δέχτηκαν μέσα τους μια θεία ενέργεια δέχτηκαν ολόκληρο το Θεό.

Και πώς είναι δυνατό, αναρωτιέται ο Παλαμάς, να διανοηθούμε φύση χωρίς.ενέργεια; Πώς μπορούμε να πούμε ότι η πρόνοια, η πρόγνωση, η δημιουργία είναι ουσία και όχι ενέργεια; Όπως και στο μονοθελητισμό, τίθεται και εδώ το πρόβλημα των σχέσεων ουσίας και ενεργείας, από άλλη σκοπιά. Οι Βαρλααμίτες έβλεπαν τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος μόνο με τρόπο φυσικό ή λογικό: Θεός -δημιουργία- κτίσματα. Οι Παλαμίτες με τη θεία χάρη βλέπουν το Θεό με τα ίδια τους τα μάτια. Οι πρώτοι φτάνουν τη θέωση μόνο με το νου. Οι δεύτεροι με τη θεία χάρη. Ο Παλαμίτης ζει δίπλα ή κάτω από τη στέγη της θείας ενεργείας. Αντί να ζητά αιτιολογικό προσδιορισμό, λογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού ο Παλαμίτης βλέπει το Θεό, ζει εν τω Θεώ. Η συγκεκριμένη αυτή θέα .του θείου που αναστρέφεται με τον μυστικό σα φίλος ή τον συμβουλεύει σα δάσκαλος δεν έρχεται σε αντίφαση με την ιδέα που την ίδια ώρα έχει για τον ίδιο το Θεό ότι είναι άπειρος και περίγραπτοs. Γιατί ο Θεός που βλέπει τώρα δα ο μυστικός είναι μια θεία ενέργεια, όχι η θεία ουσία. Αλλά και έτσι, μόνο όσοι έχουν καθαρούς οφθαλμούς βλέπουν το Θεό, και όχι ένα κτίσμα όπω έλεγαν ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του. Οι. οφθαλμοί που βλέπουν κατά φύσιν είναι τυφλοί για το θείο φως, που δεν είναι αισθητό, κι ας το βλέπουν τα σωματικά μάτια. Τη στιγμή που έγινεν η Μεταμόρφωσις ο Θεός άφησε λίγο ανοιχτή την πύλη της θεότητας σε όσους έδωσε τη χάρη του και έδειξε στους μυημένους το Θεό που κατοικεί εκεί μέσα. Και αν ο απόστολος Ματθαίος λέγει ότι ο Ιησούς έλαμψε σαν ήλιος, -και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως- το λέγει για να μας κάμη να εννοήσωμε πως ό,τι είναι ο ήλιος για κείνους που ζουν μέσα στις αισθήσεις και βλέπουν σύμφωνα μ' αυτές, είναι ο Χριστός για όσους ζουν εν,Πνεύματι καί βλέπουν εν Πνεύματι. Το θεϊκό φως δεν είναι κάτι που τώρα υπάρχει και σε μια στιγμή εξαφανίζεται, ούτε είναι περιγραπτόν. Εκείνοι που είδαν τον Ιησού στο Θαβώρ επέρασαν από τη σάρκα στο πνεύμα, με αλλοίωση των αισθήσεων ενεργημένη από το πνεύμα, και τότε μόνο είδαν το μυστικό φως. Πώς αυτό γίνεται μόνο ο Θεός και κείνοι που το δοκίμασαν ξέρουν. Όσοι δεν σκέπτονται αυτό μεταβάλλουν και αυτό το φως και το Άγιο Πνεύμα σε κάτι το κτιστόν.

Ακόμη μια φορά η βυζαντινή πνευματικότητα βρίσκει στο πρόσωπο του Παλαμά τη δύναμη να επισύρη την προσοχή του ανθρώπου στο μυστικό βάθος της θρησκείας, στο μυστικό βάθος. του ίδιου του ανθρώπου. Να αντιπαλαίση τον ορθολογισμό που ήθελε να ορθωθή μονοκράτορας και στην περιοχή της θρησκείας. Η αληθινή θεολογία, η αλήθεια, λένε οι ησυχαστές,θέλει την καθαρότητα της καρδίας, σφιχτά δεμένη δηλαδή τη θεωρία με την πράξη. Γιατί μόνο αυτή η καθαρότητα εξασφαλίζει στους πιστούς το μεγάλο βήμα που τους επιτρέπει να περάσουν από τη γνώση στο ανθρώπινο μέτρο στη γνώση στο μέτρο του Θεού.

Δεν είναι λοιπόν η ησυχαστική έριδα ένα απλό επεισόδιο ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση και στο Βυζάντιο, όπως είπαν. Εκείνοι που μάχονται και αντιπαλαίουν είναι από τη μια η θρησκεία σε ό,τι βαθύτερα ιδιαίτερο έχει, τη δίψα του πνεύματος, του ανθρώπου, να ξεπεράση τον εαυτό του για να ενωθή με τον Θεό, και, από την άλλη, μια άλλη δίψα του πνεύματος, δίψα για νοητική και ενιαία συστηματοποίηση της γνώσης.

Ο ησυχασμός, όπως κάθε μυστικισμός, μας βυθίζει διά μιας σε ατμόσφαιρα ενορατική για να γνωρίσωμε στο Θεό, με όραση μακαριστή, ό,τι απόλυτα ιδιαίτερο έχει. Γενικά ο μυστικισμός, στις καλύτερές του στιγμές, δεν αρνείται τη γνώση, τη θύραθεν σοφία. Εκείνο που αρνείται είναι ότι η γνώση αυτή οδηγεί στις ρίζες, στη θεωρία και στη θέωση του ανθρώπου. Για τούτο το μεγάλο εγχείρημα επιστρατεύει ολόκληρο τον άνθρωπο, συναιρεί τις αντινομίες και, με τον ησυχασμό, δίνει τα πρωτεία στην καρδιά. Ο νους, μόνο αν βαφτιστή στην καρδιά βρίσκει τον εαυτό του. Δε θέλει άρά γε να πη ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να εξαντικειμενικεύεται, να γίνεται συλλογιστική μηχανή, αλλά να μένη πάντα ένα υπεύθυνο πρόσωπο; Έτσι ίσως θα λέγαμε, το ίδιο στο βάθος πράγμα, σήμερα.

Ύστερα από πολλές μεταπτώσεις και οξεία διαμάχη ο ησυχασμός επικράτησε, όπως είπαμε. Τούτο δείχνει, για μια ακόμη φορά, ότι όχι μόνο στην επίσημη εκκλησία, αλλά και στο λαό του Βυζαντίου ήταν ακόμη πολύ έντονο και ζωηρό το αίσθημα της μυστικότητος της θρησκείας.


Γρηγόριος Παλαμάς

Δεν είναι δυνατό να σταματήσωμε σε όλους τους σημαντικούς αντιπροσώπους του Βυζαντινού μυστικισμού, τους μετά τον Συμεώνα, στο φλογερό λόγου χάρη μυστικό Νικήτα το Σταθάτο, το μαθητή του Συμεώνος (σημαντικά μυστικά έργα του είναι ανέκδοτα) ή τον Κάλλιστον τον Καταφυγιώτην (12ος αιώνας). Τον Κάλλιστον απασχόλησε αποκλειστικά το θέμα της θεώσεως, που το παρουσίασε με σπάνια διαλεκτική λεπτότητα. (Ελληνική Πατρολογία (Migne) τόμος 147, 833-941). Οι σελίδες του ανήκουν στις εκλεκτότερες της Βυζαντινής φιλοσοφίας.

Θα κλείσωμε το λόγο μας για το μυστικισμό του Βυζαντίου με την τελευταία μεγάλη κίνησή του τον ησυχασμό (14ος αιώνας), στα σπουδαιότερα σημεία του οποίου θα σταματήσωμε σύντομα.

Πρέπει πρώτα να υπενθυμίσω ότι, ενώ ως τον 11ον αιώνα η Μικρά Ασία παίζει πρωτεύοντα ρόλο και στην πνευματική ζωή του Βυζαντίου, αυτή αναδεικνύει τα περισσότερα στελέχη, στους τρεις τελευταίους αιώνες ο ρόλος αυτός περιέρχεται στο ευρωπαϊκό τμήμα της, Αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος αναδεικνύονται τώρα τα σπουδαιότερα, μαζί με τη Βασιλεύουσα, κέντρα της πνευματικής ζωής.

Κατά τα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης εισήγαγε στο Άγιον Όρος τήν Ησυχίαν, τον ανώτερο δηλαδή βαθμό της μοναστικής ζωής. Εδώ τώρα στο Άγιο Όρος η Ησυχία αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε στο ζωηρό μυστικό κίνημα του ησυχασμού. Την αφορμή στη μεγάλη έριδα που άναψε γύρω από τον ησυχασμό, που συνετάραξε την Ορθοδοξία πάνω από εκατό χρόνια και έληξε με τη νίκη του ησυχασμού και την αποδοχή του από την επίσημη Εκκλησία, την έδωσεν ένας Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (από την Καλαβρία της Ιταλίας, 1290-1348). Θα. δούμε αμέσως πώς έγιναν τα πράγματα.

Οι ησυχασταί του Αγίου Όρους είχαν καταλήξει ,να πιστεύουν ότι ωρισμένη στάση του σώματος κατά. την ώρα της προσευχής, βοηθούσε πολύτιμα να φτάσουν στην εκστατική αγάπη, που με τρόπο άμεσο και όχι προοδευτικό, τους έφερνε στην ποθητή ένωση με το Θεό. Έπρεπε να προσηλώνουν την προσοχή τους προς τη θέση της καρδιάς. Η ένωση με .το Θεό, έλεγαν, γίνεται όταν το πνευμα επιτύχη να προσελκύση το νου στο βάθος της καρδιάς, τον στραγγαλίση, του απαγορέψη τη συνήθη κίνησή του προς τα εξωτερικά αντικείμενα και από την Βαβυλώνα τον επαναφέρη στη Σιών. Μόνο η ενέργεια της καρδιάς οδηγεί στην καθαρή αλήθεια,. γιατί είναι ενέργεια απλή και καθαρή, χωρίς καμμιά μορφή,δώρο της θείας χάριτος. Η κίνηση για το μυστικό έρωτα προς το Θεό, αντιδιανοητική ευθύς από την αρχή, τονίζει τώρα όλο και περισσότερο το ρόλο της καρδιάς, του αισθήματος. Όλο και περισσότετο ευρύνεται η περιοχή που άνοιξεν η ευαγγελική εντολή για την αγάπη, και πάει να αγκαλιάση όλη τη ζωή του ανθρώπου. Και, όπως ήταν φυσικό, οι καλύτεροι αποδέκτες του ευαγγελικού κηρύγματος στάθηκαν οι μυστικοί.

Αδιάκοπα αντιπαραθέτουν. οι ησυχαστές στο λόγο, τον νουν και την καρδιά. Όταν η καρδιά στραγγαλίση το νου, εξασφαλίζει τη γνώση των αρχών και την ορθή εκτέλεση των θείων εντολών. Είναι η γλώσσα που πολύ αργότερα θα μιλήση πολύ καθαρά ο μεγάλος Πασκάλ, αλλά και ο Ρουσσώ. Και οι δυο τους δίνουν τα πρωτεία στη γλώσσα της καρδιάς, στη λογική, όπως λένε, της καρδιάς, όχι του λόγου. Με την επιμονή σ' αυτό το είδος της θεωρίας και της προσευχής οι μοναχοί του Αγίου Όρους έλεγαν ότι έφταναν να βλέπουν γύρω τοιυς ένα δυνατό φως, που τους πλημμύριζε με άρρητη χαρά. Και πρόσθεταν ότι το φως αυτό ήταν το ίδιο το άκτιστο φως του Θεού, ξεχωριστό από την ουσία του Θεού. Είχε όμως την ίδια φύση με το φως που εθάμπωσε τα μάτια των Αποστόλων στο Όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος.

Αυτά είναι που εξένισαν τον Βαρλαάμ. Είχε έλθει από την Καλαβρία στην Κωνσταντινούπολη για να μελετήση τον Αριστοτέλη στο πρωτότυπο. Στη Δύση είχε από καιρό επιβληθή ο Αριστοτέλης. Τον εγνώρισαν κυρίως από τους Άραβες σε μεταφράσεις, αλλά και από έργα Βυζαντινών. Σημειώνομε ιδιαίτερα «την πηγήν της γνώσεως» του Δαμασκηνού, που ως την εποχή τούτη είχε μεταφρασθή τέσσερις φορές στα Λατινικά και άσκησε εξαιρετική επίδραση στον Άγιο Θωμά τον Ακινάτο. Είχε κιόλας ασκήσει ο Αριστοτέλης μοναδική επίδραση στη σκέψη των Δυτικών, που από τον 11ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται φιλοσοφικά και να παρουσιάζη μια πρώτη άνθηση. Η επίδραση αυτή έφτασε στο κατακόρυφό της με τον περίφημο Θωμά τον Ακινάτο. Ο Ακινάτος είδε στον Ατριστοτέλη τον μόνο μεγάλο φιλόσοφο με τα μεθοδικά όπλα εκείνου συνέταξε τη δική του φιλοσοφία, τη μόνη αληθινή και γι' αυτό, όπως είπε, και μόνη χριστιανική. Ειναι η φιλοσοφία την οποία και σήμερα αποδέχεται η Καθολική Εκκλησία ως επίσημη χριστιανική φιλοσοφία. Η κίνηση αυτή για τον Αριστοτέλη εξύπνησε, όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον των Δυτικών για τα πρωτότυπα αριστοτελικά κείμενα και για τη σπουδή της Ελληνικής, αυτή έφερε και τον Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη. Ενδιαφέρουσα και περίεργη μορφή ο Βαρλαάμ. Μελέτησε τον Ευκλείδη και έγραψε αριθμητική σε εξ βιβλία. Μελέτησε και έγραψε ενδιαφέρον έργο για τους Στωϊκούς. Επηρμένος από τη σοφία του και έχοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του δημιούργησε μεγάλο θόρυβο στο Βυζάντιο, όπου ήθελε, φαίνεται, να προξενήση την εντύπωση ότι η σοφία των Δυτικών, τους οποίους οι Βυζαντινοί εξακολουθούσαν ακόμη να θεωρούν βαρβάρους, ήταν ανώτερη.

Η προκλητικότητα του Βαρλαάμ προκάλεσε δημόσια συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα στο παλάτι, μπροστά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Γ' και την αυλή του, (1330). Τον Βαρλαάμ ανέλαβε να αντικρούση ένας μεγάλος Βυζαντινός σοφός ο Νικηφόρος ο Γρηγοράς. Ο διάλογός του "Φλωρέντιος", αν και όχι αντικειμενικός, δείχνει καθαρά τι επιδίωξε και τι πέτυχε στη συζήτηση εκείνη ο Γρηγοράς. Στο πρόσωπο του Βαρλαάμ θέλει να ξεσκεπάση τον σοφιστή, τον επιπόλαια διαβασμένο άνθρωπο. Αρχίζει τον έλεγχο της σοφίας του από την αστρονομία, και τον αναγκάζει, ευθύς από την αρχή να σβύση και την αστρονομία και τις συναφείς επιστήμες από τον κατάλογο των επιστημών για τις οποίες μπορεί να απαντήση σε όποιον τον ρωτά. Περήφανος ο Γρηγοράς για την μαθηματική του σοφία -ήταν κοντά στα άλλα δυνατός μαθηματικός και την εποχή εκείνη ιδιαίτερα ή αστρονομία εγνώριζε σημαντική ακμή στο Βυζάντιο- θέλει να ξεσκεπάση την αμάθεια του Βαρλαάμ και του Δυτικού κόσμου, να δείξη τον κατώτερο βαθμό της επιστήμης των πόσο η σοφία των περιοριζόταν στη φυσική και τη λογική του Αριστοτέλη και τι αξία είχε.

Ντοπιασμένος από την αποτυχία του ο Βαρλαάμ κατέφυγε στη Θεσσαλογίκη και από κει πέρασε στο Άγιο Όρος. Εκεί γνώρισε από ένα αμαθή μοναχό τη διδασκαλία της ησυχίας την οποία παραμόρφωσε και γελοιοποίησε. Ονόμασεν ομφαλοσκόπους τους ησυχαστάς και πρόβαλε δριμύς κατήγορός των για κακοδοξία. Αφού ισχυρίζονται, λέγει, ότι βλέπουν με τα σωματικά τους μάτια το θείο και άκτιστο φως, αυτό σημαίνει ότι γι' αυτούς η θεία χάρη είναι κάτι κτιστό. Καταστρέφουν λοιπόν, συμπεραίνει, θεμελιώδη δόγματα της Εκκλησίας. Η θεωρία του θείου, αντιτάσσει ο Βαρλαάμ και εδώ φαίνεται ο άκρος ορθολογισμός του, είναι επιστήμη και γνώση. Όποιος γνωρίζει τη σοφία, γνωρίζει και την αλήθεια; και όποιος γνωρίζει την αλήθεια γνωρίζει το Θεό και μένει κοντά του κατ' ανάγκην. Αφού σπουδάσης, προσθέτει, τον Πυθαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τότε θα φτάσης στη σύλληψη της αλήθειας. Είναι φανερό ότι για τον Βαρλαάμ η θύραθεν σοφία είναι μια κάθαρση της ψυχής, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να φτάσης στο Θεό, να ενωθής μαζί του. Αντίθετη θέση προς τη θέση των μυστικών της σχολής του Συμεών πού ακολουθούν οι ησυχαστές. Κάθε ορατό ον, λέγει ακόμη ο Βαρλαάμ, είναι κτιστό το Θαβώρειο φως έγινε ορατό από σωματικά μάτια, δεν είναι λοιπόν καθόλου άκτιστον. Είναι κτίσμα, «περιγραπτόν», και δέ διαφέρει από το φως που βλέπομε με τις αισθήσεις μας είναι κάτι κατώτερο από. το νου.

Τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ δείχνουν καθαρά ότι η σκέψη του είναι εντελώς ξένη προς το μυστικισμό, τον αγνοεί, ή αδυνατεί να τον κατανοήση είναι μια σκέψη πολύ κοντά στα ελληνικά μέτρα και θέλει, όπως εκείνη, να στηρίζεται σε φυσικά, λογικά επιχειρήματα. Ενω ο μυστικισμός αυτό ακριβώς θέλει να ξεπεράση. Αν και Έλλην ο Βαρλαάμ, επειδή είναι κάτοχος της Λατινικής και έζησε στη Δύση, δέχτηκε την επίδραση των δυτικών σχολαστικών, ιδιαίτερα του Ακινάτου, και αυτών τις τάσεις και τα επιχειρήματα ακολουθεί. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι αντίπαλοι των ησυχαστών, εκτός από τον Γρηγορά. Έχουν όλοι δεχτή την επίδραση των λατίνων, που είχαν αρχίσει να μεταφράζωνται ελληνικά. Αρκετοί απ' αυτούς εκδηλώθηκαν και ως λατινόφρονες. Ο ίδιος ο Βαρλαάμ έγινεν αργότερα καρδινάλιος της καθολικής Εκκλησίας. Έτσι ο αγών κατα των ησυχαστών παίρνει στο βάθος μορφή αντιδικίας ανάμεσα στην Ανατολή, που τάσσεται με τον μυστικισμό, και τη Δύση που με τον Ακινάτο υποστηρίζει ότι ο λόγος είναι το μόνο όργανο για να σκεφτούμε το Θεό. Για μια φορά ακόμη το βαθύ, το ριζικό θέμα που είχε να αντιμετωπίση η Ορθοδοξία εδώ στην Ανατολή με τις λογής αιρέσεις ορθώνεται μπροστά της αλλά αυτή τη φορά έρχεται από τη Δύση, χειραγωγημένη μονοκόμματα από τον Αριστοτέλη που και ατελώς τον γνωρίζει ακόμη. Η Θεολογία, ο περί Θεού δηλαδή λόγος είναι γνώση (Ακινάτος-Βαρλαάμ), η αφήγηση θεωρίας (Συμεών); Είναι διαλογισμός ή ενόραση; Γύρω σ' αυτό το ερώτημα διεξάγεται η μάχη (βαρλααμιτών και ησυχαστών. Εκείνο που σκανδαλίζει περισσότερο τους βαρλααμίτες είναι ο ισχυρισμός των ησυχαστών ότι βλέπουν το άκτιστον φως. Αυτό το θεωρούν σαν υλοποίηση του Θεού.

Πριν περάσωμε στο Γρηγόριο Παλαμά (1296-1359/60) τον αρχηγό των ησυχαστών, για να δούμε πώς αντικρούει τον Βαρλαάμ και τους οπαδούς του, θα .πάμε στον Νικηφόρο Γρηγορά, τον κορυφαίο αντιπαλαμίτη. Αντίθετα προς όλους τους άλλους ο Γρηγοράς αντλεί τα επιχειρήματά του από τη βυζαντινή παράδοση, όχι από τη Δύση. Οξύς διαλεκτικός, δόκιμος γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, στη θεωρία των ησυχαστών, η οποία διακρίνει στο Θεό ουσία και ενέργεια, βλέπει σοβαρό κίνδυνο επιστροφής στον πολυθεϊσμό. Ο Παλαμάς, λέγει ο Γρηγοράς, ξαναφέρνει στη ζωή τις Ιδέες του Πλάτωνος, που είναι όντα μεσάζοντα ανάμεσα στο Θεό και τον αισθητό κόσμο. Ουσία και ύπαρξη, δέχεται ο Γρηγοράς ακολουθώντας την παραδομένη ορθόδοξη διδασκαλία, συμπίπτουν στο Θεό.Επειδή ο Γρηγοράς έβλεπε στον ησυχασμό μορφή πολυθεϊσμού τον πολέμησε με μεγάλη οξύτητα. Στην πάλη αυτή θυσίασε τα πάντα, αυτοκρατορική εύνοια, αξιώματα και τιμές, και προτίμησε τη φυλακή. Στή φυλακή πέθανε. Κι' όταν μαθεύτηκεν ο θάνατός του ξέσπασεν ασυγκράτητη η οργή των παλαμιτών. Ρίχτηκαν στο νεκρό του σώμα το ύβρισαν και το έσυραν μέσα στους δρόμους της πρωτεύουσας. Αναφέρω το θλιβερό αυτό περιστατικό γιατί δείχνει την οξύτητα των παθών που ξεσήκωσεν η «ησυχαστική έρις». Ας προσέξωμε ακόμη κάτι. Ο Γρηγοράς ήταν μεγάλος λόγιος και σοφός. Ήξερε καλά τους κλασικούς και προήγαγε τη σύγχρονή του επιστήμη, ιδίως τα μαθηματικά. Η μόρφωσή του όμως δεν εμπόδισε την ψυχή του να στραφή προς το υπερπέραν. «Έμεινα, λέγει, υπερήφανα, ακλόνητος (στον αγώνα κατά των παλαμιτών) για να σώσω τις ιδέες μου και την ψυχή μου».

Ας έλθωμε τώρα στον Παλαμά. Γόνος από ευγενή οικογένεια ανατράφηκε στην αυλή του Ανδρονίκου του Β'. Ενωρίς όμως τον κέρδισεν ο μυστικισμός, που την εποχή εκείνη είχε μεγάλη επίδοση σε όλη σχεδόν τη χριστιανοσύνη. Σύγχρονοι του Παλαμά και του Καβάσιλα είναι οι δυο πρώτοι σημαντικοί Γερμανοί μυστικοί ο Eckart και ο Tauler και μιλούν πολύ συγγενική γλώσσα. «Και γιατί, ρωτά ο Tauler, πρέπει να σωπαίνης; Γιατί τότε ο Λόγος θα μπορέση να γεννηθή μέσα σου και να βρή έκφραση, και να γίνη ακουστός. Αλλά είναι φανερό ότι, αν συ μιλάς, ο Λόγος θα σωπαίνη. Είναι αδύνατο να υπηρετήσης καλύτερα το Λόγο παρά σωπαίνοντας και ακούοντας. Αν τώρα εσύ βγης εντελώς έξω από τον εαυτό σου, τότε θα μπη μέσα σου ο Λόγος ολόκληρος...».

Νέος ο Παλαμάς εγκατέλειψε την αυλή, δέχτηκε το μοναχικό σχήμα στή Θεσσαλονίκη και αποσύρθηκε σε απόμερη σκήτη κοντά στη Βέρροια για να μονάση. Ήρθε όμως ο Βαρλαάμ με την επίθεσή του κατά των ησυχαστών και του διέκοψε τη συλλογή και τη μελέτη. Για να υποστηρίξη τη μέθοδο της προσευχής των ησυχαστών και να ανασκευάση τη γελοιοποίηση που επεχείρησεν ο Βαρλαάμ στηρίζεται ο Παλαμάς στη χριστιανική διδασκαλία ότι το ανθρώπινο σώμα, ναός του Θεού, δεν είναι αρχή του κακού. Πάνω στο θέμα αυτό έχομε ένα ενδιαφέρον έργο την «Προσωποποιΐα», που κι αν δεν είναι έργο του Παλαμά, όπως ήταν παλαιότερα γενικά αποδεκτό, απηχεί πάντως τις απόψεις που και εκείνος υποστηρίζει. Στο έργο αυτό η ψυχή προσωποποιημένη απαγγέλλει δριμύ κατηγορητήριον κατά του σώματος, και το σώμα, προσωποποιημένο κι' αυτό, απαντά με την σειρά του ανασκευάζει τις κατηγορίες και κατευθύνει το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, όσα είπε η ψυχή δεν είναι χριστιανικά αλλά νεοπλατωνικά. Συμπέρασμα που δίνει την ορθή θέση, τη χριστιανική, στο σώμα, το έτερο απαραίτητο σκέλος για την υπόσταση του ανθρώπου.

Πλανερός λοιπόν ο δρόμος των νεοπλατωνικών για την αλήθεια. Ο απλανής δρόμος, λέγει ο Παλαμάς, που οδηγεί στο Θεό είναι εκείνος που περνά μέσα από το νου, ο δρόμος του νου. Πού είναι όμως η θέση του νου; Εδώ είναι η ρίζα της διαφωνίας με τους Βαρλααμίτες. Είναι ο νους έξω από το σώμα ή μέσα στο σώμα; Να θέσωμε, λέγει ο Παλαμάς, το νου απόλυτα έξω από το σώμα για να απολάψωμε νοητά θεάματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη ελληνική πλάνη, ρίζα και πηγή κάθε κακοδοξίας, ανακάλυψις των δαιμόνων, καρπός της απουσίας του πνεύματος ... Και σε μας, συνεχίζει, οι οπαδοί της πλάνης υποστηρίζουν ότι ο νους κατά την προσευχή πρέπει να είναι έξω από το σώμα. Όταν ο ησυχαστής λέγη έξω από το σώμα, εννοεί φυσικά έξω από τη σωματική αίσθηση, όχι τόπο, θέση, αφού ο νους είναι ασώματος. Ξέρομε όμως καλά, προσθέτει ο Παλαμάς, ότι, όταν ο νους είναι μέσα στην καρδιά,βρίσκεται μέσα στο όργανό του, μέσα στο θησαυροφυλάκιό του. Όταν λοιπόν θέλωμε να καθαρίσωμε το νου πρέπει να τον συγκεντρώσωμε μέσα στην καρδιά. Φαίνεται καθαρά η θέση που παίρνει ο Παλαμάς στο βασικό αυτό πρόβλημα. Αντιτίθεται καθαρα και ξάστερα στον αντικειμενισμό της συλλογιστικής που βλέπει, θα λέγαμε, τον άνθρωπο σα συλλογιστική μηχανή, αντιτίθεται και στην έκσταση του νεοπλατωνισμού, που βγάζει τον άνθρωπο από τον άνθρωπο (φυγή, .έκστασις). Και προσπαθεί να διατυπώση μια θεωρία που πηγάζει από τη βαθύτερη ρίζα του χριστιανισμού. Θέλει το νου να βαφτίζεται μέσα στην καρδιά και να αφήνεται στην οδήγησή της. Για να αποφύγη την κατηγορία για υποκειμενισμό προσθέτει ο Παλαμάς ότι οι ησυχαστές δε θέλουν το νου μόνο μέσα στο σώμα και μέσα στην καρδιά, αλλά ότι θέλουν να τον ωθήσουν ως μέσα στον ίδιο τον εαυτό του. Μόνο τότε ο νους ξαναβρίσκει τη δική του ουσία, αφού περάση από την καρδιά, και, ξεπερνώντας κάποτε τον εαυτό του, αναστρέφεται με το Θεό.

Υποστήριξεν ο Βαρλαάμ ότι δεν υπάρχει θεωρία, που ξεπερνά τις νοητικές ικανότητες και θεώρησε γελοίο τον ισχυρισμό των ησυχαστών ότι φτάνουν στη γνώση του Θεού με μυστικό τρόπο. Ο Παλαμάς απαντά ότι η μυστική θεωρία αυτή και μόνο παρέχει την πιό λαμπρή απόδειξη για το ότι υπάρχει Θεός και είναι πάνω από όλα, τα όντα. «Εγώ, συνεχίζει ο Παλαμάς στο αποκαλυπτικό αυτό κείμενο, θέτω ότι η άγια πίστη μας, πάνω από όλες τις αισθήσεις καί διανοήσεις είναι ένα όραμα της καρδιάς μας με ιδιαίτερο τρόπο, γιατί ξεπερνά όλες τις νοητικές ικανότητες της ψυχής μας». Μόνο,. προσθέτει αλλού, όταν το φως πλημμυρίζη την καρδιά μας, μόνο τότε ο αληθινός άνθρωπος πηγαίνει στο αληθινό έργο του, ανεβαίνει στα αιώνια βουνά, βλέπει τον αόρατο, και από κει και πέρα μπαίνει ολοκληρωτικά στη χώρα του θαύματος. Εδώ θα σας θυμίσω πάλι τον Πασκάλ που μίλησε για Θεό που τον αισθάνεται η καρδιά (sensible au coeur) και τόνισε ότι άλλο πράγμα είναι να αισθανθής την αλήθεια με την καρδιά, άλλο να τη γνωρίσης με το λόγο. Αυτό το ίδιο ζήτημα απασχολεί και τον Παλαμά και την ίδια λύση .του δίνει. Η φωτισμένη καρδιά, όχι ο νους, αυτή μας οδηγεί στο Θεό, αυτή μας σώζει.

Πώς απαντά όμως στα επιχειρήματα του Βαρλαάμ ότι το θαβώρειο φως είναι υλικό, κτιστό και αισθητό; Θέτει, όπως είδαμε, πραγματική διάκριση ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια του Θεού. Υπάρχει, λέγει ο Παλαμάς, απειρία,θείων ενεργειών μια απ' αυτές είναι το θαβώρειο φώς. Όλες αναβρύζουν από την ουσία του Θεού, σαν από αστείρευτη πηγή, και είναι δεμένες μαζί της με τρόπο αξεδιάλυτο. Η θεία ουσία είναι, λέγει ακολουθώντας το Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο θείος γνόφος, από όπου αποροέουν οι θείες ενέργειες, που αποτελούν τις εκδηλώσεις του Θεού, την προχώρησή τους προς εμάς. Ο άνθρωπος βοηθημένος από την θεία χάρη ενώνεται όχι με την ουσία αλλά με την ενέργεια του Θεού. Επειδή όμως και το πιο μικρό μόριο της θείας ουσίας έχει όλες τις δυνάμεις της θεότητας, -η θεότητα δεν μερίζεται όπως τα σώματα- όσοι δέχτηκαν μέσα τους μια θεία ενέργεια δέχτηκαν ολόκληρο το Θεό.

Και πώς είναι δυνατό, αναρωτιέται ο Παλαμάς, να διανοηθούμε φύση χωρίς.ενέργεια; Πώς μπορούμε να πούμε ότι η πρόνοια, η πρόγνωση, η δημιουργία είναι ουσία και όχι ενέργεια; Όπως και στο μονοθελητισμό, τίθεται και εδώ το πρόβλημα των σχέσεων ουσίας και ενεργείας, από άλλη σκοπιά. Οι Βαρλααμίτες έβλεπαν τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος μόνο με τρόπο φυσικό ή λογικό: Θεός -δημιουργία- κτίσματα. Οι Παλαμίτες με τη θεία χάρη βλέπουν το Θεό με τα ίδια τους τα μάτια. Οι πρώτοι φτάνουν τη θέωση μόνο με το νου. Οι δεύτεροι με τη θεία χάρη. Ο Παλαμίτης ζει δίπλα ή κάτω από τη στέγη της θείας ενεργείας. Αντί να ζητά αιτιολογικό προσδιορισμό, λογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού ο Παλαμίτης βλέπει το Θεό, ζει εν τω Θεώ. Η συγκεκριμένη αυτή θέα .του θείου που αναστρέφεται με τον μυστικό σα φίλος ή τον συμβουλεύει σα δάσκαλος δεν έρχεται σε αντίφαση με την ιδέα που την ίδια ώρα έχει για τον ίδιο το Θεό ότι είναι άπειρος και περίγραπτοs. Γιατί ο Θεός που βλέπει τώρα δα ο μυστικός είναι μια θεία ενέργεια, όχι η θεία ουσία. Αλλά και έτσι, μόνο όσοι έχουν καθαρούς οφθαλμούς βλέπουν το Θεό, και όχι ένα κτίσμα όπω έλεγαν ο Βαρλαάμ και οι οπαδοί του. Οι. οφθαλμοί που βλέπουν κατά φύσιν είναι τυφλοί για το θείο φως, που δεν είναι αισθητό, κι ας το βλέπουν τα σωματικά μάτια. Τη στιγμή που έγινεν η Μεταμόρφωσις ο Θεός άφησε λίγο ανοιχτή την πύλη της θεότητας σε όσους έδωσε τη χάρη του και έδειξε στους μυημένους το Θεό που κατοικεί εκεί μέσα. Και αν ο απόστολος Ματθαίος λέγει ότι ο Ιησούς έλαμψε σαν ήλιος, -και έλαμψεν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως- το λέγει για να μας κάμη να εννοήσωμε πως ό,τι είναι ο ήλιος για κείνους που ζουν μέσα στις αισθήσεις και βλέπουν σύμφωνα μ' αυτές, είναι ο Χριστός για όσους ζουν εν,Πνεύματι καί βλέπουν εν Πνεύματι. Το θεϊκό φως δεν είναι κάτι που τώρα υπάρχει και σε μια στιγμή εξαφανίζεται, ούτε είναι περιγραπτόν. Εκείνοι που είδαν τον Ιησού στο Θαβώρ επέρασαν από τη σάρκα στο πνεύμα, με αλλοίωση των αισθήσεων ενεργημένη από το πνεύμα, και τότε μόνο είδαν το μυστικό φως. Πώς αυτό γίνεται μόνο ο Θεός και κείνοι που το δοκίμασαν ξέρουν. Όσοι δεν σκέπτονται αυτό μεταβάλλουν και αυτό το φως και το Άγιο Πνεύμα σε κάτι το κτιστόν.

Ακόμη μια φορά η βυζαντινή πνευματικότητα βρίσκει στο πρόσωπο του Παλαμά τη δύναμη να επισύρη την προσοχή του ανθρώπου στο μυστικό βάθος της θρησκείας, στο μυστικό βάθος. του ίδιου του ανθρώπου. Να αντιπαλαίση τον ορθολογισμό που ήθελε να ορθωθή μονοκράτορας και στην περιοχή της θρησκείας. Η αληθινή θεολογία, η αλήθεια, λένε οι ησυχαστές,θέλει την καθαρότητα της καρδίας, σφιχτά δεμένη δηλαδή τη θεωρία με την πράξη. Γιατί μόνο αυτή η καθαρότητα εξασφαλίζει στους πιστούς το μεγάλο βήμα που τους επιτρέπει να περάσουν από τη γνώση στο ανθρώπινο μέτρο στη γνώση στο μέτρο του Θεού.

Δεν είναι λοιπόν η ησυχαστική έριδα ένα απλό επεισόδιο ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση και στο Βυζάντιο, όπως είπαν. Εκείνοι που μάχονται και αντιπαλαίουν είναι από τη μια η θρησκεία σε ό,τι βαθύτερα ιδιαίτερο έχει, τη δίψα του πνεύματος, του ανθρώπου, να ξεπεράση τον εαυτό του για να ενωθή με τον Θεό, και, από την άλλη, μια άλλη δίψα του πνεύματος, δίψα για νοητική και ενιαία συστηματοποίηση της γνώσης.

Ο ησυχασμός, όπως κάθε μυστικισμός, μας βυθίζει διά μιας σε ατμόσφαιρα ενορατική για να γνωρίσωμε στο Θεό, με όραση μακαριστή, ό,τι απόλυτα ιδιαίτερο έχει. Γενικά ο μυστικισμός, στις καλύτερές του στιγμές, δεν αρνείται τη γνώση, τη θύραθεν σοφία. Εκείνο που αρνείται είναι ότι η γνώση αυτή οδηγεί στις ρίζες, στη θεωρία και στη θέωση του ανθρώπου. Για τούτο το μεγάλο εγχείρημα επιστρατεύει ολόκληρο τον άνθρωπο, συναιρεί τις αντινομίες και, με τον ησυχασμό, δίνει τα πρωτεία στην καρδιά. Ο νους, μόνο αν βαφτιστή στην καρδιά βρίσκει τον εαυτό του. Δε θέλει άρά γε να πη ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να εξαντικειμενικεύεται, να γίνεται συλλογιστική μηχανή, αλλά να μένη πάντα ένα υπεύθυνο πρόσωπο; Έτσι ίσως θα λέγαμε, το ίδιο στο βάθος πράγμα, σήμερα.

Ύστερα από πολλές μεταπτώσεις και οξεία διαμάχη ο ησυχασμός επικράτησε, όπως είπαμε. Τούτο δείχνει, για μια ακόμη φορά, ότι όχι μόνο στην επίσημη εκκλησία, αλλά και στο λαό του Βυζαντίου ήταν ακόμη πολύ έντονο και ζωηρό το αίσθημα της μυστικότητος της θρησκείας.

Τα κείμενα της Κ.Διαθήκης: Η χρονολόγηση και η επιβεβαίωσή τους

Τα κείμενα της Κ.Διαθήκης: Η χρονολόγηση και η επιβεβαίωσή τους



 
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ:
Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΟΥΣ

 Ποια είναι τα κείμενα της Καινής Διαθήκης;
  Όπως ξέρουμε, η Καινή Διαθήκη αποτελείται από 27 μικρά ελληνικά γραπτά, που συνήθως αποκαλούνται «βιβλία», από τα οποία τα πέντε πρώτα έχουν ιστορικό χαρακτήρα, γι' αυτό κι ενδιαφέρουν περισσότερο στην παρούσα μελέτη.
 Τέσσερα απ' αυτά τα ονομάζουμε Ευαγγέλια, γιατί το καθένα τους διηγείται το Ευαγγέλιο - Τα Καλά Νέα - πώς ο Θεός αποκάλυψε τον Εαυτό Του εν Χριστώ Ιησού, για την απολύτρωση του ανθρώπινου γένους. Και τα τέσσερα συνδυάζουν λόγια και έργα του Ιησού, δεν μπορούν όμως να ονομασθούν βιογραφίες, με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, γιατί ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τα δύο- τρία τελευταία χρόνια της ζωής Του και αφιερώνουν ένα φαινομενικά δυσανάλογο διάστημα στην εβδομάδα που προηγήθηκε του Θανάτου. Του. Δεν σκοπεύουν ν' αποτελέσουν τον «Βίο» του Χριστού, αλλά μάλλον να παρουσιάσουν, από διαφορετικά πρίσματα, και αρχικά από διαφορετικές κατηγορίες αναγνωστών, τα Καλά Νέα σχετικά μ' Αυτόν. Τα πρώτα τρία Ευαγγέλια (τα κατά Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά). συνήθως ονομάζονται «Συνοπτικά Ευαγγέλια», λόγω του ότι παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τα συνδέουν.
 Το πέμπτο ιστορικό κείμενο, οι Πράξεις των Αποστόλων, αποτελεί στη πραγματικότητα συνέχεια του τρίτου Ευαγγελίου, είναι γραμμένο από τον ίδιο συγγραφέα, το γιατρό και σύντροφο του αποστόλου Παύλου, τον Λουκά.
 Μας δίνει την περιγραφή την ανάπτυξης του Χριστιανισμού μετά την Ανάσταση και Ανάληψη του Χριστού, και της επέκτασής του προς τα δυτικά, από την Παλαιστίνη στη Ρώμη, μέσα σ' ένα διάστημα τριάντα χρόνων, μετά την σταύρωση.
 Από τα υπόλοιπα κείμενα, 21 είναι Επιστολές. Οι δεκατρείς απ' αυτές φέρουν το όνομα του Παύλου, εννιά απ' αυτές απευθύνονται σε εκκλησίες και τέσσερις σε μεμονωμένα άτομα.
 Μια άλλη επιστολή, η Επιστολή προς Εβραίους, είναι ανώνυμη, αλλά αρχικά είχε συνδεθεί με τις Επιστολές του Παύλου, κι έτσι συχνά αποδίδεται στον Παύλο. Κατά πάσα πιθανότητα γράφτηκε λίγο πριν το 70 μ.Χ. για μια κοινότητα Χριστιανών Ιουδαίων της Ιταλίας. Από τις υπόλοιπες Επιστολές, η μια φέρει το όνομα του Ιακώβου, πιθανώς του αδελφού του Κυρίου μας· μία το όνομα του Ιούδα, που αυτοαποκαλείται αδελφός του Ιακώβου και δύο του Πέτρου. Υπάρχουν ακόμα τρεις Επιστολές, που είναι ανώνυμες, αλλά επειδή παρουσιάζουν φανερή συγγένεια με το τέταρτο Ευαγγέλιο έχουν γίνει γνωστές από πολύ νωρίς, σαν Επιστολές του Ιωάννη. Το βιβλίο που απομένει είναι η Αποκάλυψη. Ανήκει σε ένα λογοτεχνικό είδος που αν και για μας είναι παράξενο, ήταν πολύ γνωστό στους Ιουδαϊκούς και Χριστιανικούς κύκλους της εποχής, στους αποκαλυπτικούς.
 Η εισαγωγή στην Αποκάλυψη γίνεται από επτά επιστολές, που απευθύνονται σε επτά εκκλησίες της περιοχής της Ασίας. Ο συγγραφέας, ονόματι Ιωάννης, βρισκόταν τότε εξόριστος στο νησί Πάτμος του Αιγαίου πελάγους και καταγράφει μια σειρά οραμάτων που συμβολικά παρουσιάζουν την νύφη του Χριστού, τόσο μέσα στο δικό Του πάθος, αλλά και μέσα στα παθήματα των δικών Του στα χέρια των εχθρών Του και εχθρών τους. Το βιβλίο γράφτηκε την εποχή των Φλαβιανών αυτοκρατόρων (69 - 96 μ.Χ.) για να ενθαρρύνει τους καταπιεσμένους Χριστιανούς με την επιβεβαίωση πως, πέρα από τα ολοφάνερα εμπόδια τα οποία είχαν ν' αντιμετωπίσουν, η νίκη τους δεν ήταν αμφίβολη. Στον Ιησού και όχι στον Καίσαρα είχε δοθεί η εξουσία του κόσμου από τον Παντοδύναμο Θεό.
 Επομένως, από αυτά τα 27 βιβλία μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα πέντε πρώτα, προς το παρόν, αν και τα υπόλοιπα, ιδιαίτερα οι Επιστολές του Παύλου, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για μας, καθώς περιλαμβάνουν ιστορικούς υπαινιγμούς ή ρίχνουν φως στα Ευαγγέλια και στις Πράξεις.
 
Ποιες είναι οι χρονολογίες αυτών των κειμένων;
 Όπως είναι γενικά δεκτό, η σταύρωση του Χριστού έγινε το 30 μ.Χ. Σύμφωνα με τον Λουκά 3/1, η δραστηριότητα του Ιωάννη του Βαπτιστή, που προηγήθηκε της δημόσιας διακονίας του Κυρίου μας, χρονολογείται στο «15ο έτος της βασιλείας του Τιβέριου Καίσαρα». Ο Τιβέριος έγινε αυτοκράτορας τον Αύγουστο του 14 μ.Χ. και σύμφωνα με την μέθοδο υπολογισμού, γνωστή στη Συρία, που ακολούθησε ο Λουκάς, το 15ο έτος της ηγεμονίας του άρχισε το Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη του 27 μ.Χ. [Αυτή η μέθοδος στη Συρία, που διατηρήθηκε από την εποχή των Σελευκιδών, μετρούσε τα χρόνια ηγεμονίας αρχίζοντας από το Σεπτέμβρη ή Οκτώβρη. Εφόσον ο Τιβέριος έγινε ηγεμόνας τον Αύγουστο του 14 μ.Χ., το επόμενο ηγεμονικό έτος του θεωρήθηκε ότι άρχιζε απ' το Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του ίδιου χρόνου. Το Ιουδαϊκό Πάσχα του Ιωάννη (2/13 επ.) επομένως, ήταν το Μάρτη του 28 μ.Χ., και τούτο συμφωνεί με τη χρονολογική ένδειξη του 2/20, γιατί ο Ναός του Ηρώδη άρχισε να οικοδομείται το 20-19 π.Χ. και 46 χρόνια από τότε μας φέρνουν στο 27-28 μ.Χ.]. Το τέταρτο Ευαγγέλιο αναφέρει τρία Πάσχα μετά απ' αυτή την χρονολογία. Το τρίτο Πάσχα απ' αυτή τη χρονολογία πρέπει να ήταν το Πάσχα του 30μ.Χ, κατά το οποίο, βάσει και άλλων πληροφοριών, έγινε, κατά πάσα πιθανότητα, η σταύρωση. Σ' αυτή τη χρονολογία, επίσης, όπως ξέρουμε από άλλες πηγές, ο Πιλάτος ήταν ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Ιουδαίας, ο Ηρώδης Αντύπας τετράρχης της Γαλιλαίας και ο Καϊάφας αρχιερέας των Ιουδαίων.
 Η Καινή Διαθήκη ολοκληρώθηκε, ή ουσιαστικά ολοκληρώθηκε, το 100 μ.Χ., ενώ η πλειοψηφία των κειμένων είχε έρθει στην ύπαρξη είκοσι ή σαράντα χρόνια πριν από τότε. Σ' αυτή τη χώρα[¹⁴] η πλειοψηφία των σύγχρονων λόγιων τοποθετεί χρονολογικά τα τέσσερα Ευαγγέλια ως εξής: Κατά Ματθαίο 85-90 περίπου, κατά Μάρκο 65 περίπου, κατά Λουκά 80-85 περίπου, κατά Ιωάννη 90-100 περίπου. Προσωπικά κλίνω στην αρχαιότερη χρονολόγηση των τριών Ευαγγελίων: Του Μάρκου γύρω στο 64 ή 65 μ.Χ, του Λουκά λίγο πριν το 70, και του Ματθαίου λίγο μετά το 70. Ένα κριτήριο που βαραίνει για μένα, είναι η σχέση που παρουσιάζουν αυτά τα κείμενα με την καταστροφή της πόλης και του ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 μΧ. Η άποψή μου στο θέμα αυτό είναι πως το κατά Μάρκο και το κατά Λουκά γράφτηκαν πριν απ' αυτό το γεγονός και το κατά Ματθαίο όχι πολύ αργότερα.
 Αλλά, ακόμα και με τη μεταγενέστερη χρονολόγηση, το θέμα είναι ενθαρρυντικό από την άποψη του ιστορικού, γιατί τα τρία Ευαγγέλια γράφτηκαν σε μια εποχή που βρίσκονταν στη ζωή πολλοί από εκείνους που μπορούσαν να θυμηθούν τι είπε και τι έκανε ο Ιησούς, και λιγότεροι βέβαια θα εξακολουθούσαν να είναι ακόμα στη ζωή όταν γράφτηκε το τέταρτο Ευαγγέλιο. Αν μπορούσε να αποδειχθεί πως οι συγγραφείς των Ευαγγελίων χρησιμοποίησαν πηγές πληροφοριών που ανήκαν σε κάποια πρωιμότερη περίοδο, τότε η κατάσταση θα ήταν ακόμα πιο ενθαρρυντική. Μια πιο λεπτομερής όμως εξέταση των Ευαγγελίων θ' ακολουθήσει σε άλλο κεφάλαιο.
 Η χρονολόγηση της συγγραφής των Πράξεων θα εξαρτηθεί από τη χρονολογία στην οποία τοποθετούμε το τρίτο Ευαγγέλιο, γιατί και τα δύο αποτελούν μέρη του ίδιου ιστορικού έργου και όπως φαίνεται το δεύτερο μέρος γράφτηκε λίγο μετά το πρώτο.
 Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα για τη χρονολόγηση αυτού του διττού έργου λίγο μετά την φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη (60-62 μ.Χ.) . Παρόλα αυτά, μερικοί μελετητές πιστεύουν πως η «αρχική πραγματεία», της οποίας συνέχεια αποτέλεσαν οι Πράξεις, δεν ήταν το παρόν Ευαγγέλιο του Λουκά, αλλά ένα ενωρίτερο προσχέδιο, που μερικές φορές ονομάζουν «Πρωτο-Λουκά». Έτσι μπορούν να χρονολογούν τις Πράξεις στη δεκαετία του 60 και την τελική μορφή του Ευαγγελίου του Λουκά αρκετά αργότερα.
 Οι χρονολογίες των δεκατριών Επιστολών του Παύλου καθορίζονται τόσο βάσει εσωτερικών όσο και εξωτερικών κριτηρίων. Παρήλθε η εποχή που την αυθεντικότητα αυτών των Επιστολών μπορούσε χωρίς καμιά διάκριση να την αρνηθεί κανείς. Υπάρχουν σήμερα μερικοί συγγραφείς που δεν αναγνωρίζουν την Επιστολή προς Εφέστιους, λιγότεροι την 2η προς Θεσσαλονικείς. Πολλοί αρνούνται πως οι Ποιμαντορικές Επιστολές (προς Τιμόθεο 1 και 2, προς Τίτο) βγήκαν απ' τα χέρια του Παύλου. Προσωπικά δέχομαι πως όλες είναι Επιστολές του Παύλου, όμως, και οι οκτώ ακόμα που απομένουν μας αρκούν για τα σκοπό μας, και απ' αυτές ξεκινούν τα κύρια επιχειρήματά μας στο κεφάλαιο με τίτλο: «Η σημασία της μαρτυρίας του Παύλου».
 Δέκα απ' αυτές τις Επιστολές, που φέρουν το όνομα του Παύλου ανήκουν στην περίοδο πριν την φυλάκισή του στη Ρώμη. Αυτές οι δέκα, σύμφωνα με τη σειρά συγγραφής τους, μπορούν να χρονολογηθούν ως εξής: Η προς Γαλάτες το 48, 1η και 2η προς Θεσσαλονικείς το 50, 1η και 2η προς Κορινθίους το 54 - 56, η Ρωμαίους το 57, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα και Εφεσίους το 60 περίπου.
 Οι Ποιμαντορικές Επιστολές στο λεξιλόγιό τους και την όλη ιστορική ατμόσφαιρα, περιέχουν σημεία μεταγενέστερης χρονολόγησης από τις άλλες Επιστολές του Παύλου, πράγμα που παρουσιάζει λιγότερες δυσκολίες για κείνους που πιστεύουν σε μια δεύτερη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη, γύρω στο 65, η οποία και κατέληξε στην εκτέλεσή του. Οι Ποιμαντορικές Επιστολές μπορούν να χρονολογηθούν γύρω στο 63 - 65 και η αλλαγή της κατάστασης των πραγμάτων στις εκκλησίες του Παύλου, των οποίων είναι μάρτυρες, οφείλονται κατά μέρος στην ευκαιρία που βρήκαν - με την πρώτη φυλάκιση του Παύλου στη Ρώμη - οι αντίπαλοι του Παύλου σ' αυτές τις εκκλησίες.
 Πάντως, το διάστημα μεταξύ των γεγονότων που αναφέρονται στα Ευαγγέλια και της συγγραφής των περισσότερων βιβλίων της Καινής Διαθήκης, είναι από την άποψη της ιστορικής έρευνας ικανοποιητικά μικρό. Για την επιβεβαίωση της αξιοπιστίας των αρχαίων ιστορικών γραπτών, ένα από τα βασικά ερωτήματα είναι: Πόσο νωρίς αφότου έλαβαν χώρα, καταγράφηκαν τα γεγονότα;
 
Ποιες είναι οι μαρτυρίες για την πρώιμη ύπαρξή τους;
 Γύρω στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, μια σχολή σκέψης βεβαιώνει με σιγουριά πως μερικά από τα πιο σπουδαία βιβλία της Καινής Διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων των Ευαγγελίων και των Πράξεων, δεν υπήρχαν πριν από την τρίτη δεκαετία του δεύτερου αιώνα μ.Χ. [Πρόκειται για τη σχολή «Tuebingen», που ονομάσθηκε έτσι από το Πανεπιστήμιο του Tuebingen, όπου ο F.C. Baur, κύριος υποστηρικτής αυτών των απόψεων, ήταν καθηγητής. Αυτή η σχολή έθεσε εκ νέου τις αρχές του Χριστιανισμού βάσει της μεταφυσικής του Έγελου. Οι μέθοδοί τους αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της όλης αντιμετώπισης, όπως συνοψίζεται στην ιστορία που συνέβηκε σε μια τάξη, κατά την οποία ο Έγελος παρουσίαζε τη φιλοσοφία της ιστορίας του, αναφορικά με μια σειρά γεγονότων, κάποιος απ' τους ακροατές, ένας φοιτητής της ιστορίας, τον διέκοψε λέγοντας: «Μα, κύριε καθηγητά, τα γεγονότα δεν είναι έτσι! «Τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα» είπε ο Έγελος. Αυτές οι θεωρίες έγιναν δημοφιλείς στη χώρα μας το 1874 από έναν «ανώνυμο» συγγραφέα του Supernatural Religion (Υπερφυσική Θρησκεία) (Walter R. Cassels), στον οποίο απάντηση έδωσε ο επίσκοπος Lightfoot με τα άρθρα του στο Contemporary Review, 1874-77, που ανατυπώθηκαν στον τόμο Essays on «Supernatural Religion», (1889). Η θέση του Cassels και η απάντηση του Lightfoot είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για φοιτητές της Λογικής, που ενδιαφέρονται για του «επιχειρήματος εκ της σιωπής».].
 Το συμπέρασμα αυτό ήταν αποτέλεσμα όχι τόσο ιστορικών αποδείξεων, αλλά φιλοσοφικών προκαταλήψεων. Ακόμα και τότε, υπήρχε αρκετό υλικό για να δείξει πόσο αβάσιμες ήσαν αυτές οι θεωρίες, όπως έδειξαν στα έργα τους οι Lightfoot, Tischendorf, Tregelles κ.ά. Όμως, ο όγκος του ιστορικού υλικού, που σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας, είναι τόσο μεγάλος και τόσο πειστικός, που κανένας δεν μπορεί με λογικά επιχειρήματα ν' αρνηθεί την χρονολόγηση των περισσότερων έργων της Καινής Διαθήκης στον πρώτο αιώνα, οποιεσδήποτε κι αν είναι οι φιλοσοφικές του προκαταλήψεις.

Οι μαρτυρίες για τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι πολύ περισσότερες από εκείνες για τα περισσότερα έργα των κλασσικών συγγραφέων, την αυθεντικότητα των οποίων κανένας δεν αμφισβητεί.
 
 Όμως, αν η Καινή Διαθήκη ήταν μια συλλογή μη - θρησκευτικών κειμένων, η αυθεντικότητά της θα θεωρείτο - πέρα για πέρα - αναμφισβήτητη. Είναι πράγματι πολύ περίεργο, που συχνά οι ιστορικοί ήσαν πιο εύκολοι να εμπιστευθούν τα δεδομένα της Καινής Διαθήκης, απ' ότι πολλοί θεολόγοι. Υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο μερικοί άνθρωποι που αντιμετωπίζουν κάθε «ιερό βιβλίο» ως ύποπτο, ipso facto, και απαιτούν πολύ περισσότερο υλικό επιβεβαίωσης για ένα τέτοιο έργο. Από την άποψη του ιστορικού, οι ίδιες σταθερές πρέπει να απαιτούνται και για τα δύο. Όμως, δεν φιλονικούμε με όσους απαιτούν περισσότερες μαρτυρίες για τα κείμενα της Καινής Διαθήκης απ' ότι για άλλα έργα, πρώτο, επειδή η παγκοσμιότητα των αληθειών της Καινής Διαθήκης για το ανθρώπινο γένος, είναι τόσο απόλυτη, αλλά και ο χαρακτήρας και τα έργα του Πρωταγωνιστή της τόσο μοναδικά, που επιθυμούμε να είμαστε σίγουροι για την αλήθεια της Καινής Διαθήκης, όσο το περισσότερο μπορούμε. Και δεύτερο, γιατί πράγματι υπάρχουν πολύ περισσότερες μαρτυρίες για την Καινή Διαθήκη απ' ότι για οποιοδήποτε άλλο αρχαίο κείμενο αυτής της περιόδου.
 Υπάρχουν πάνω από 5000 ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, ολόκληρα η αποσπάσματα. Τα καλύτερα και σπουδαιότερα απ' αυτά φτάνουν μέχρι το 350 μ.Χ. και τα δυο πιο σπουδαία είναι ο Κώδικας του Βατικανού, ο μεγαλύτερος θησαυρός της βιβλιοθήκης του Βατικανού στη Ρώμη, και ο γνωστός Σιναϊτικός Κώδικας, που η Βρετανική κυβέρνηση τον αγόρασε από την Σοβιετική κυβέρνηση αντί 100.000 λιρών τα Χριστούγεννα του 1933, κι αποτελεί τώρα το μεγαλύτερο θησαυρό του Βρεττανικού Μουσείου. Δυο, ακόμα, σπουδαία χειρόγραφα στη χώρα μας είναι ο Αλεξανδρινός Κώδικας, που βρίσκεται κι αυτός στο Βρετανικό Μουσείο και γράφτηκε τον πέμπτο αιώνα και ο κώδικας Bezae που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Cambridge, γράφτηκε τον 5ο ή 6ο αιώνα και περιέχει τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Λατινικά.
 Θα μπορούσαμε ίσως να εκτιμήσουμε πόσο πλούσια είναι η Καινή Διαθήκη σε χειρόγραφες μαρτυρίες αν τη συγκρίνουμε με το γραπτό υλικό άλλων ιστορικών έργων. Για το έργο του Καίσαρα π.χ. Ο Γαλατικός Πόλεμος (που γράφτηκε μεταξύ του 58 και 50 π.Χ.) υπάρχουν πολλά εκτεταμένα χφφ, αλλά μόνο 9 - 10 είναι αξιόλογα, ενώ το πιο παλιό είναι περίπου 900 χρόνια μεταγενέστερο της εποχής του Καίσαρα. Από τα 142 βιβλία της Ρωμαϊκής Ιστορίας του Λίβιου (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.) μόνο 35 έχουν επιζήσει. Τα βιβλία αυτά μας είναι γνωστά σε λιγότερα από είκοσι χφφ διάφορων προελεύσεων, από τα οποία μόνο ένα, αυτό που περιέχει αποσπάσματα από τα βιβλία III - IV, είναι τόσο παλιό, που να φθάνει μέχρι τον 4ο αιώνα. Από τα δεκατέσσερα βιβλία των Ιστοριών του Τάκιτου (100 μ.Χ. περ.) μόνο τεσσεράμισυ έχουν επιζήσει. Από τα δεκαέξι βιβλία των Χρονικών του, έχουν επιβιώσει μόνο δέκα, ολόκληρα και δύο κατά μέρος. Το κείμενο αυτών των εκτεταμένων τμημάτων των δύο μεγάλων ιστορικών του έργων εξαρτάται ολοκληρωτικά από δύο χφφ, ένα του ένατου αιώνα κι ένα του ενδέκατου. Τα εκτεταμένα χειρόγραφα των μικρότερων έργων του («Διάλογος περί των ρητόρων», «Περί της ζωής και του ήθους του Αγρικόλα», «Ήθη των Γερμανών») προέρχονται από έναν κώδικα του δέκατου αιώνα. Η ιστορία του Θουκυδίδη (460 - 400 π.Χ περ.) είναι γνωστή σε μας από οκτώ χφφ, το πιο πρώιμο από τα οποία ανήκει στο 900 μ.Χ. περίπου, και από μερικά κομμάτια παπύρων που ανήκουν στην αρχή της Χριστιανικής εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιστορία του Ηροδότου (488 - 428 π.Χ. περ.). Και όμως, κανένας λόγιος της κλασσικής εποχής δεν δέχεται αντίρρηση για την αυθεντικότητα του Ηροδότου ή του Θουκυδίδη, ούτε καμιά αμφιβολία λόγω του ότι και τα πρώτα ακόμα χειρόγραφα, απ' αυτά που μπορούν κάπως να μας χρησιμεύσουν, είναι κατά 1300 χρόνια μεταγενέστερα των αρχικών.
 Πόσο διαφορετική όμως είναι η κατάσταση για την Καινή Διαθήκη απ΄ αυτή την άποψη! Πέρα από τα δύο εξαιρετικά χειρόγραφα του 4ου αιώνα που αναφέραμε παραπάνω, τα οποία είναι τα πρώτα από χιλιάδες που μας είναι γνωστά, απομένουν ορισμένα αξιόλογα αποσπάσματα από αντίγραφα βιβλίων της Καινής Διαθήκης σε παπύρους, τα οποία και χρονολογούνται για 100 - 200 χρόνια νωρίτερα ακόμα. Οι Βιβλικοί Πάπυροι Chester Beatty,η ύπαρξη των οποίων έγινε γνωστή το 1931, αποτελούνται από κομμάτια έντεκα παπύρινων κωδίκων, τρεις από τους οποίους περιείχαν τα περισσότερα από τα γραπτά της Καινής Διαθήκης. Ένας απ' αυτούς, που περιέχει τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις, ανήκει στο πρώτο μισό του τρίτου αιώνα∙ ένας άλλος που περιλαμβάνει τις Επιστολές του Παύλου στις εκκλησίες και την Επιστολή προς Εβραίους αντιγράφτηκε στις αρχές του τρίτου αιώνα. Ο τρίτος, με την Αποκάλυψη, ανήκει στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα.
 Μια πιο πρόσφατη ανακάλυψη περιλαμβάνει αποσπάσματα παπύρων που χρονολογήθηκαν από ειδικούς παπυρολόγους πριν το 150 μ.Χ. και δημοσιεύθηκαν στο έργο των H.I.Bell και T.C.Skeat «Fragments of an Unknown Gospel and other Early Christian Papyri» (1935). Αυτά τ' αποσπάσματα περιέχουν κάτι που από πολλούς θεωρήθηκε σαν μέρος ενός πέμπτου Ευαγγελίου, επειδή παρουσιάζει μεγάλη συγγένεια με τ' άλλα τέσσερα. Όμως, πιο πιθανή είναι η άποψη που δημοσιεύτηκε στο «The Times Literary Supplement», τον Απρίλη του 1935, ότι δηλαδή «αυτά τα αποσπάσματα γράφτηκαν από κάποιον που είχε μπροστά του τα τέσσερα Ευαγγέλια και μάλιστα τα ήξερε πολύ καλά. Δεν φαίνεται ν' αποτελούν ανεξάρτητο Ευαγγέλιο, αλλά είναι παραφράσεις των ιστοριών και του λοιπού υλικού των Ευαγγελίων, που έγιναν για επεξήγηση και οδηγία, ένα εγχειρίδιο διδασκαλίας των ιστοριών των Ευαγγελίων στους ανθρώπους».
 Ακόμα νωρίτερο είναι ένα απόσπασμα Παπύρινου κώδικα που περιέχει τον Ιωάννη 18/31 - 33,37 επ., που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του John Rylands του Manchester και χρονολογείται βάσει της παλαιογραφίας το 130 μ.Χ., αποδεικνύοντας πως το τελευταίο από τα Ευαγγέλια που, κατά την παράδοση γράφτηκε στην Έφεσσο, μεταξύ του 90 και 100 μ.Χ., κυκλοφορούσε στην Αίγυπτο σαράντα περίπου χρόνια μετά τη συγγραφή του (αν - και αυτό είναι το πιο πιθανό - αυτός ο πάπυρος προέρχεται από την Αίγυπτο, απ' όπου κι αποκτήθηκε το 1917). Θα πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί σαν το, κατά μισό αιώνα, νωρίτερο υπάρχον απόσπασμα της Καινής Διαθήκης.
 Ένας χειρόγραφος πάπυρος του ίδιου Ευαγγελίου που ανακαλύφθηκε ακόμα πιο πρόσφατα, ο οποίος δεν είναι βέβαια τόσο πρώιμος όσο ο πάπυρος Rylands, έχει καλύτερα διατηρηθεί. Πρόκειται για τον πάπυρο Bodmer II, του οποίου η ανακάλυψη ανακοινώθηκε από τη Βιβλιοθήκη Bodmer της Γενεύης το 1956. Γράφτηκε γύρω στο 200 μ.Χ. και περιέχει τα δεκατέσσερα πρώτα κεφάλαια του Ευαγγελίου του Ιωάννη, μ' ένα κενό (είκοσι δύο στίχων), και αξιόλογα κομμάτια των τελευταίων επτά κεφαλαίων.
 Μαρτυρία άλλου είδους παρέχεται από τους υπαινιγμούς και περικοπές βιβλίων της Καινής Διαθήκης σε άλλα πρώιμα κείμενα. Οι συγγραφείς, που είναι γνωστοί σαν Αποστολικοί Πατέρες, έγραψαν κυρίως μεταξύ του 90 και 160 μ.Χ., και στα έργα τους βρίσκουμε υλικό όπου φαίνεται η γνωριμία τους με τα περισσότερα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Σε τρία έργα, που χρονολογούνται γύρω στο 100 μ.Χ. - στην «Επιστολή Βαρνάβα», γραμμένη κατά πάσα πιθανότητα στην Αλεξάνδρεια, στη «Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων», που γράφτηκε στη Συρία ή την Παλαιστίνη και στην «Επιστολή προς Κορινθίους», σταλμένη από τον Κλήμη Ρώμης, γύρω στο 96 μ. Χ. - βρίσκουμε αρκετές συγκεκριμένες περικοπές από την κοινή παράδοση των Συνοπτικών Ευαγγελίων, τις Πράξεις, την προς Ρωμαίους, 1η Κορινθίους, Εφεσίους, Τίτον, Εβραίους, 1η Πέτρου και πιθανές περικοπές από άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης.
 Στις επιστολές που γράφτηκαν από τον Ιγνάτιο, επίσκοπο Αντιόχειας, καθώς ταξίδευε προς τον τόπο του μαρτυρίου του, τη Ρώμη, το 115 μ.Χ., υπάρχουν μερικές περικοπές που πολύ λογικά μπορεί κανείς να τις ταυτίσει με τμήματα του κατά Ματθαίον, κατά Ιωάννη, της προς Ρωμαίους, 1ης και 2ης προς Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Φιλιππησίους, 1ης και 2ης προς Τιμόθεον, Τίτον όπως επίσης και υπαινιγμοί για το κατά Μάρκο, Λουκά, 2ηςΠολύκαρπος, σε μια Επιστολή του προς Φιλιππησίους, αντιγράφει από την κοινή παράδοση των Συνοπτικών Ευαγγελίων, τις Πράξεις, την προς Ρωμαίους, 1η και 2η προς Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Φιλιππησίους, 2η προς Θεσσαλονικείς, 1η και 2η προς Τιμόθεον, Εβραίους, 1η Πέτρου και 1η Ιωάννη. Έτσι, μπορούμε ν' αναφέρουμε ακόμα παρά πολλούς συγγραφείς του δεύτερου αιώνα, που συγκεντρώνουν πάρα πολύ υλικό, το οποίο φανερώνει τη γνώση και το πόσο αναγνώριζαν την αυθεντία των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Όσον αφορά τους Αποστολικούς Πατέρες το όλο υλικό είναι συγκεντρωμένο και γίνεται η εκτίμησή του σ' ένα έργο με τίτλο «The New Testament in the Apostolic Fathers», όπου καταγράφονται οι ανακαλύψεις μιας επιτροπής της Oxford Society of Historical Theology, το 1905. προς Θεσσαλονικείς, Πράξεις, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Εβραίους και 1ης Πέτρου. Ο νεότερος στην ηλικία σύγχρονός του, ο
 Όμως, υλικό αυτού του είδους δεν βρίσκουμε μόνο στους ορθόδοξους Χριστιανούς συγγραφείς. Είναι γεγονός, από την πρόσφατη ανακάλυψη των κειμένων της Γνωστικής Σχολής του Βαλεντίνου, πως πριν από τα μέσα του δεύτερου αιώνα, τα περισσότερα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης ήσαν τόσο γνωστά και σεβαστά στον κύκλο αυτών των αιρετικών όσο και στην Καθολική Εκκλησία.
 Η μελέτη της μαρτυρίας αυτού του είδους, που βρίσκουμε σε χφφ και περικοπές μεταγενέστερων συγγραφέων, συνδέεται με την προσέγγιση που είναι γνωστή σαν Κριτική των Κειμένων. [Μια άλλη πολύ σημαντική κατηγορία μαρτυριών για το κείμενο της Καινής Διαθήκης είναι οι Αρχαίες Μεταφράσεις σ' άλλες γλώσσες, οι πιο παλιές απ' τις οποίες η Παλαιά Συριακή και η Παλαιά Λατινική, φτάνουν στο τελευταίο μισό του δεύτερου αιώνα. Αξιόλογη βοήθεια μπορεί επίσης να προέλθει από τα πρώτα Εκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία.  Στην τελευταία εκτεταμένη έρευνα σχετικά με τη χρονολόγηση των κειμένων της Καινής Διαθήκης, Redating the New Testament, ο J.A.T. Robinson (1976), ισχυρίζεται πως κάθε τι στην Καινή Διαθήκη γράφτηκε πριν το 70 μ.Χ., το τελευταίο βιβλίο είναι η Αποκάλυψη, το οποίο τοποθετεί κατά προτίμηση στην εποχή του Γάλβα. (Ιούνιος 68 - Ιανουάριος 69). Ο άξονας γύρω απ' τον οποίο περιστρέφεται είναι το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, την τελική μορφή του οποίου χρονολογεί μέχρι το 65 μ.Χ. Δεν θ' ασχοληθώ πολύ με την πρώιμη χρονολόγησή του, γιατί πιστεύω πως ένα-δύο κείμενα της Καινής Διαθήκης πράγματι δείχνουν πως η πτώση της Ιερουσαλήμ είχε ήδη λάβει χώρα (70 μ.Χ.). Όμως, πρέπει να τονίσω ότι η θέση, του Dr. Robinson έχει μελετηθεί τόσο καλά, κι έχει σωστά κι εκτεταμένα αιτιολογηθεί, που, από δω και στο εξής, κανένας δεν θα έπρεπε ν' ασχολείται με το θέμα αυτό της χρονολόγησης, χωρίς να λαβαίνει σοβαρά υπόψει τους αυτές τις θέσεις του Dr. Robinson.]
 Πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό κι ενδιαφέροντα κλάδο μελέτης που έχει σαν αντικείμενό του τον καθορισμό, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, από το υλικό που έχει στη διάθεσή του, των αρχικών λέξεων των κειμένων που εξετάζονται. Αποδεικνύεται, λοιπόν, πειραματικά πολύ εύκολα, πως είναι δύσκολο ν' αντιγράψει κανείς μια ενότητα κάποιας έκτασης, χωρίς να κάνει ένα ή δυο ολισθήματα τουλάχιστον. Όταν έχουμε κείμενα σαν αυτά της Καινής Διαθήκης, που γράφτηκαν κι αντιγράφτηκαν χιλιάδες φορές, ο αριθμός των λαθών αντιγραφής αυξάνει τόσο πολύ που πραγματικά εκπλήσσεται κανείς. Ευτυχώς, αν ο αριθμός των χειρογράφων αυξάνει τον αριθμό των λαθών κατά την αντιγραφή αυξάνει όμως κατ' αναλογία και τον αριθμό των στοιχείων για την διόρθωση τέτοιων λαθών, έτσι που οι αμφιβολίες που απομένουν στην προσπάθεια ανεύρεσης της αρχικής διατύπωσης δεν είναι τόσες πολλές, όσο θα φοβόταν κανείς. Είναι, στ' αλήθεια, πολύ λίγες. Οι παραλλαγές για τις οποίες υπάρχουν αμφιβολίες μεταξύ των κριτικών του κειμένου της Καινής Διαθήκης δεν θέτουν θέμα ιστορικού υλικού ή Χριστιανικής πίστης και ζωής.
 Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να παραθέσουμε την ετυμηγορία του Sir Frederic Kenyon, ενός λόγιου που η ικανότητά του να κάνει δηλώσεις για τα αρχαία χφφ δεν έχει άλλη δεύτερη:
«Το διάστημα, λοιπόν, ανάμεσα στο χρόνο της αρχικής συγγραφής και των πρώτων εκτεταμένων μαρτυριών είναι τόσο μικρό, που στην πραγματικότητα είναι αμελητέο. Και το τελευταίο στήριγμα για οποιαδήποτε αμφιβολία, για το κατά πόσο οι Γραφές έχουν φτάσει σε μας όπως ακριβώς γράφτηκαν, έχει τώρα γκρεμιστεί. Τόσο η αυθεντικότητα όσο και η γενική αρτιότητα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης πρέπει να θεωρείται αποδεδειγμένη»
 

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

     Ακόμα κι όταν έχουμε πια φτάσει σ' ένα συμπέρασμα, σχετικά με τη χρονολόγηση και προέλευση του κάθε βιβλίου της Καινής Διαθήκης απομένει ένα ακόμη ερώτημα για ν' απαντηθεί. Πώς, η ίδια η Καινή Διαθήκη, σαν συλλογή κειμένων, δημιουργήθηκε; Ποιος και βάσει ποιων κριτηρίων συνέλεξε τα κείμενα; Ποια γεγονότα οδήγησαν στον καθορισμό μιας λίστας, ενός κανόνα, έγκυρων βιβλίων;
 Σύμφωνα με την ιστορική Χριστιανική άποψη, το Άγιο Πνεύμα είναι που καθοδήγησε κι έγινε η συγγραφή κάθε βιβλίου, όπως επίσης και η επιλογή και συλλογή, για να εκπληρωθεί έτσι η υπόσχεση του Κυρίου, πως Εκείνος θα οδηγούσε τους δικούς Του σε όλη την αλήθεια.
 Αυτό όμως είναι κάτι που μπορεί κανείς να διακρίνει πνευματικά, και όχι με την ιστορική έρευνα. Σκοπός μας είναι, όμως, να βρούμε τι αποκαλύπτεται με την ιστορική έρευνα σχετικά με την προέλευση του Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Κάποιος θα έλεγε ότι παραλαμβάνουμε τα είκοσι-εφτά βιβλία της Καινής Διαθήκης με βάση την αυθεντία της Εκκλησίας. Αλλά, ακόμα κι αν έτσι έχουν τα πράγματα, πώς έφτασε η Εκκλησία ν' αναγνωρίσει την αξία αυτών των είκοσι-εφτά βιβλίων, και όχι και κάποιων άλλων, ώστε να τοποθετηθούν στο χώρο της έμπνευσης και αυθεντίας του Κανόνα της Καινής Διαθήκης;
 «Στο όνομα των Αγίων Γραφών δεχόμαστε αυτά τα κανονικά Βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, για την εγκυρότητα των οποίων δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία στην Εκκλησία». Έτσι, μπαίνει στην άκρη το ερώτημα σχετικά με τον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ από την άλλη πλευρά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του ότι ποτέ δεν υπήρξε ούτε μια αμφιβολία στην Εκκλησία για κάποιο απ' τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Αρκετές από τις μικρότερες Επιστολές (π.χ. 2 Πέτρου, 2 και 3 Ιωάννη, Ιακώβου, Ιούδα) και η Αποκάλυψη άργησαν να γίνουν αποδεκτές, κυρίως σε ορισμένα σημεία τους, περισσότερο από άλλες∙ ενώ υπήρχαν κι άλλα βιβλία τα οποία αρχικά θεωρήθηκαν κανονικά, ενώ τώρα δεν περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Έτσι, ο Σιναϊτικός Κώδικας περιλάμβανε την «Επιστολή του Βαρνάβα» και τον Ποιμένα του Ερμά, ένα Ρωμαϊκό έργο του 110 μ.Χ. ή και νωρίτερα, ενώ ο Αλεξανδρινός Κώδικας περιλάμβανε κείμενα γνωστά σαν Πρώτη και Δεύτερη Επιστολή του Κλήμη. Το ότι συμπεριλήφθηκαν αυτά τα έργα μαζί με τα βιβλικά κείμενα στους κώδικες, δείχνει ίσως πως τους αναγνωριζόταν κάποιος βαθμός κανονικότητας.
 
 Ο πρώτος κατάλογος βιβλίων της
 Το θέμα υπεραπλουστεύεται στο Άρθρο VI των Τριάντα-Εννιά Άρθρων, όπου αναφέρεται:
Καινής Διαθήκης για τον οποίο έχουμε σαφή γνώση, έγινε στην Ρώμη, από τον αιρετικό Μαρκίωνα, γύρω στο 140. Ο Μαρκίωνας έκανε διαχωρισμό ανάμεσα στον κατώτερο Δημιουργό-Θεό της Παλαιάς Διαθήκης και τον Θεό και Πατέρα που φανερώθηκε εν Χριστώ, και πίστευε πως η Εκκλησία πρέπει να απορρίψει ο,τιδήποτε αναφέρεται στον πρώτο. Αυτός ο «θεολογικός Αντι-Σημιτισμός» περιλάμβανε την απόρριψη όχι μόνο ολόκληρης της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και τμημάτων της Καινής, τα οποία του φαίνονταν μολυσμένα από τον Ιουδαϊσμό. Ο κανόνας, λοιπόν, του Μαρκίωνα αποτελείτο από δύο μέρη: (α) Μια περικομμένη έκδοση του τρίτου Ευαγγελίου, που είναι και το λιγότερο Ιουδαϊκό από τα Ευαγγέλια, αφού γράφτηκε από τον Εθνικό Λουκά∙ και (β) δέκα από τις Επιστολές του Παύλου (οι τρεις «Ποιμαντορικές Επιστολές» παραλείφθηκαν). Επομένως, ο κατάλογος του Μαρκίωνα δεν ανταποκρίνεται στην ετυμηγορία της Εκκλησίας, αλλά αποτελεί εσκεμμένη παρέκκλιση απ' αυτήν.
 Μια άλλη πρώιμη λίστα, επίσης Ρωμαϊκής προέλευσης, που χρονολογείται γύρω στο τέλος του δεύτερου αιώνα, είναι εκείνη που συνήθως ονομάζεται «Απόσπασμα του Μουρατόρι», επειδή εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1740 από τον αρχαιοσυλλέκτη καρδινάλιο L.A. Muratori.Δυστυχώς είναι ακρωτηριασμένη, αλλά όπως φαίνεται αναφερόταν στον Ματθαίο και τον Μάρκο, γιατί χαρακτηρίζει τον Λουκά σαν το τρίτο Ευαγγέλιο.
 Έπειτα, αναφέρει τον Ιωάννη, τις Πράξεις, εννιά Επιστολές του Παύλου σε εκκλησίες και σε μεμονωμένα άτομα (Φιλήμονα, Τίτο, 1 και 2 Τιμόθεο), τον Ιούδα, τις δύο Επιστολές του Ιωάννη, την Αποκάλυψη του Ιωάννη και αυτή του Πέτρου. Ο Ποιμένας του Ερμά αναφέρεται σαν ένα έργο αξιόλογο να διαβαστεί (δηλ. στην εκκλησία), αλλά όχι και να συμπεριληφθεί στον αριθμό των προφητικών ή αποστολικών γραπτών.
 Τα πρώτα βήματα για τον καθορισμό ενός κανόνα έγκυρων Χριστιανικών βιβλίων, που είναι άξια να σταθούν δίπλα στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, που ήταν η Βίβλος του Κυρίου μας και των αποστόλων Του, φαίνεται πως έγιναν στις αρχές περίπου του δεύτερου αιώνα, οπότε και υπάρχουν μαρτυρίες για την κυκλοφορία δύο συλλογών Χριστιανικών βιβλίων στην Εκκλησία.
 Όπως φαίνεται, τα τέσσερα Ευαγγέλια αποτέλεσαν από πολύ νωρίς μια συλλογή. Πρέπει να ενώθηκαν λίγο μετά τη συγγραφή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Αυτή η τετραπλή συλλογή έγινε αρχικά γνωστή σαν «το Ευαγγέλιο», στον ενικό κι όχι «τα Ευαγγέλια» στον πληθυντικό. Υπήρχε μόνο ένα Ευαγγέλιο, σε τέσσερις καταγραφές, γνωστές σαν «κατά Ματθαίο», «κατά Μάρκο», «κατά Λουκά» κλπ. Γύρω στο 115 μ.Χ. ο Ιγνάτιος, επίσκοπος Αντιόχειας, αναφέρεται «στο Ευαγγέλιο», σαν ένα αυθεντικό κείμενο, και καθώς του ήσαν γνωστά και τα τέσσερα «Ευαγγέλια» με τη φράση «Το Ευαγγέλιο», εννοεί αναντίρρητα την τετραπλή συλλογή, που κυκλοφορούσε μ' αυτή την ονομασία.
 Γύρω στο 170 μ.Χ., ένας Ασσύριος Χριστιανός, ονόματι Τατιανός, μετέτρεψε το τετραπλό Ευαγγέλιο σε μια συνεχή διήγηση ή «Αρμονία των Ευαγγελίων», που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν η προσφιλής, αν όχι η επίσημη μορφή των Τεσσάρων Ευαγγελίων στην Ασσυριακή Εκκλησία. Ξεχώριζε από τα Τέσσερα Ευαγγέλια της Αρχαίας Συριακής Μετάφρασης. Δεν είναι σίγουρο κατά πόσον ο Τατιανός συνέθεσε αρχικά την Αρμονία του, γνωστή συνήθως σαν Διατεσσάρων, στα Ελληνικά ή στα Συριακά. Αλλά, εφόσον συντάχθηκε, όπως φαίνεται, στη Ρώμη, ή αρχική της γλώσσας πρέπει να ήταν η Ελληνική κι ένα απόσπασμα του Διατεσσάρων στα Ελληνικά ανακαλύφθηκε το 1933 στην Dura-Europos, στην περιοχή του Ευφράτη.
 Παρόλα αυτά, δόθηκε στους Ασσύριους Χριστιανούς σε μια Συριακή μορφή, όταν ο Τατιανός επέστρεψε στην πατρίδα του από τη Ρώμη. Αυτό το Συριακό λοιπόν Διατεσσάρων παρέμεινε η «Επίσημη Μετάφραση» των Ευαγγελίων γι' αυτούς, μέχρις ότου αντικαταστάθηκε από την Πεσιτώ, δηλαδή την «απλή μετάφραση», τον πέμπτο αιώνα.
 Μέχρι την εποχή του Ειρηναίου, ο οποίος αν και καταγόταν από την Μικρά Ασία, ήταν ο επίσκοπος Λουγδούνων στην Γαλλία γύρω στο 180 μ.Χ., η ιδέα του τετραπλού Ευαγγελίου είχε γίνει τόσο αυταπόδεικτη στην Εκκλησία, που αναφέρεται σ' αυτό σαν γεγονός καθορισμένο κι αναγνωρισμένο και ολοφάνερο, όπως τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα ή οι τέσσερις άνεμοι:
«Γιατί, καθώς υπάρχουν τέσσερα σημεία στον ορίζοντα στα οποία ζούμε και τεσσάρων ειδών άνεμοι, και καθώς η Εκκλησία είναι απλωμένη σε όλη τη γη και το Ευαγγέλιο είναι ο στυλοβάτης, η βάση της Εκκλησίας, ανάσα ζωής, είναι φυσικό να υπάρχουν τέσσερις στυλοβάτες που εμπνέουν αθανασία στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι ανάβουν μια νέα ζωή στους ανθρώπους. Εκ τούτου αποδεικνύεται πως ο Λόγος, αρχιτέκτονας όλων των πραγμάτων, που κατοικεί τους ουρανούς και συντηρεί τα πάντα, αφού φανερώθηκε στους ανθρώπους, μας έδωσε το Ευαγγέλιο σε μια τετραπλή μορφή συνδεδεμένο όμως με το ίδιο Πνεύμα» [Κατά Αιρέσεων ΙΙΙ/11,8].
 Όταν τα τέσσερα Ευαγγέλια συγκεντρώθηκαν σ' ένα τόμο, αυτό σήμαινε την αποκοπή των δύο τμημάτων της ιστορίας του Λουκά. Όταν λοιπόν ο Λουκάς και οι Πράξεις χωρίσθηκαν έγιναν μια-δύο τροποποιήσεις στο κείμενο στο τέλος του Λουκά και στις αρχές των Πράξεων. Φαίνεται πως στην αρχή, ο Λουκάς είχε αφήσει κάθε αναφορά στην ανάληψη για τη δεύτερη διατριβή του∙ γι' αυτό οι λέξεις «και ανεφέρετο εις τον ουρανόν» προστέθηκαν στο Λουκά 24/51 για να κλείσουν έτσι τη διήγηση, και κατά συνέπεια η λέξη «ανελήφθη» προστέθηκε στις Πράξεις 1/2. Έτσι, λοιπόν, οι διαφορές που μερικοί εντοπίζουν στην αναφορά για την ανάληψη, ανάμεσα στον Λουκά και τις Πράξεις, κατά πάσα πιθανότητα οφείλονται σ' αυτές τις τροποποιήσεις που έγιναν όταν τα δυο βιβλία χωρίσθηκαν το ένα από τ' άλλο.
 Όμως, οι Πράξεις από τη φύση τους μοιράζονταν την εγκυρότητα και το κύρος του τρίτου Ευαγγελίου, καθώς ήταν έργο του ίδιου συγγραφέα, και, όπως φαίνεται, έγιναν δεκτές ως κανονικό βιβλίο απ' όλους, εκτός απ' τον Μαρκίωνα και τους οπαδούς του.
 Πράγματι, οι Πράξεις κατέχουν μια πολύ σπουδαία θέση στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, αποτελώντας το κεντρικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης, όπως το αποκάλεσε ο Harnack, καθώς συνδέει τα Ευαγγέλια με τις Επιστολές και με τη μαρτυρία των διαλόγων του, την κλήση και αποστολική διακονία του Παύλου, δείχνει δε ξεκάθαρα ποιο πραγματικό αποστολικό κύρος βρίσκεται πίσω από τις Επιστολές του Παύλου.
 Το Corpus Paulinum, ή Συλλογή των Έργων του Παύλου, συγκεντρώθηκε περίπου την ίδια εποχή που συνδέθηκε και το τετραπλό Ευαγγέλιο. Όπως η Συλλογή των Ευαγγελίων καθοριζόταν από την ελληνική λέξη Ευαγγέλιο, έτσι και η συλλογή των Επιστολών του Παύλου χαρακτηριζόταν από τη λέξη Απόστολος και η κάθε Επιστολή ξεχώριζε σαν «προς Ρωμαίους». «Πρώτη προς Κορινθίους» και ούτω καθεξής. Σε λίγο, η ανώνυμη Επιστολή προς Εβραίους συνδέθηκε με τα έργα του Παύλου. Έτσι, οι Πράξεις συνδέθηκαν για περισσότερη ευκολία με τις «Καθολικές Επιστολές» (αυτές του Πέτρου, Ιακώβου, Ιωάννη, Ιούδα).
 Τα μόνα βιβλία για τα οποία δεν υπήρξε ουσιαστικά αμφιβολία μετά τα μέσα του δεύτερου αιώνα ήσαν μερικά από εκείνα που βρίσκονται στο τέλος της Καινής μας Διαθήκης.
 Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) αναφέρει τα Τέσσερα Ευαγγέλια, τις Πράξεις, τις Δεκατρείς Επιστολές του Παύλου, 1 Πέτρου, 1 Ιωάννη και την Αποκάλυψη σαν έργα που αναγνωρίζονταν απ' όλους. Λέει επίσης πως υπήρχαν διαφωνίες από μερικούς για την προς Εβραίους, 2 Πέτρου, 2 και 3 Ιωάννη, Ιακώβου και Ιούδα και επίσης για την «Επιστολή του Βαρνάβα», τον Ποιμένα του Ερμά, τη Διδαχή και το «Ευαγγέλιο κατά Εβραίους».
 Ο Ευσέβιος (265-340 μ.Χ. περ.) αναφέρει σαν γενικά αποδεκτά όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, εκτός από τον Ιάκωβο, Ιούδα, 2 Πέτρου, 2 και 3 Ιωάννη, για τα οποία υπήρχαν αντιρρήσεις, η πλειοψηφία όμως τ' αναγνώριζε.
 Ο Αθανάσιος, το 367 μ.Χ. αναφέρει τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης σαν κανονικά. Λίγο αργότερα, ο Ιερώνυμος και ο Αυγουστίνος, ακολούθησαν το παράδειγμά του στη Δύση. Πιο ανατολικά, η όλη διαδικασία πήρε περισσότερο χρόνο. Δεν ήταν παρά το 508 περίπου, που η 2 Πέτρου, 2 και 3 Ιωάννη, Ιούδα και Αποκάλυψη συμπεριλήφθηκαν σε μια μετάφραση της Συριακής Βίβλου, και προστέθηκαν στ' άλλα είκοσι δύο βιβλία.
 Για διάφορους λόγους ήταν ανάγκη για την Εκκλησία να ξέρει ποια από τα βιβλία είχαν θεϊκή εγκυρότητα.
 Τα Ευαγγέλια που κατέγραφαν «όλα όσα ο Ιησούς άρχισε να κάνει και να διδάσκει», δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ούτε στο ελάχιστο κατώτερα σε εγκυρότητα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά και η διδασκαλία των αποστόλων στις Πράξεις και τις Επιστολές, αντιμετωπίσθηκε ως ντυμένη με τη δική Του αυθεντία. Ήταν φυσικό, λοιπόν, ν' αποδοθεί στ' αποστολικά κείμενα της νέας διαθήκης, ο ίδιος βαθμός σεβασμού όπως και στα προφητικά κείμενα της παλιάς. Έτσι, ο Μάρτυρας Ιουστίνος, τοποθετεί, γύρω στο 150 μ.Χ., τις «Αναμνήσεις των Αποστόλων» δίπλα στα έργα των προφητών, τονίζοντας πως και τα δύο διαβάζονταν από τους Χριστιανούς, όταν συναντιόνταν (Απολ. 1/67). Κι αυτό γιατί η Εκκλησία, παρά την αποκοπή της από τον Ιουδαϊσμό, δεν αρνήθηκε το κύρος της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού και των αποστόλων του, δέχθηκε ως Λόγο του Θεού. Πράγματι, τόσο πολύ οικειοποιήθηκαν τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, ώστε, παρόλο που αυτή ήταν αρχικά μια μετάφραση των Εβραϊκών Γραφών στα Ελληνικά για τους Ελληνόφωνους Εβραίους, πριν την εποχή του Χριστού, οι Εβραίοι άφησαν τη μετάφραση αυτή στους Χριστιανούς, και έγινε μια νέα μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης για τους Ελληνόφωνους Εβραίους
 Είχε εξαιρετική σημασία ν' αποφασισθεί ποια βιβλία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καθιέρωση του Χριστιανικού δόγματος και για ποια θα μπορούσαν με περισσότερη βεβαιότητα ν' αντιμετωπίσουν τις διαφωνίες των αιρετικών. Ιδιαίτερα όταν ο Μαρκίωνας έφτιαξε τον κανόνα του, το 140 μ.Χ., ήταν ανάγκη να γνωρίζουν οι ορθοφρονούσες εκκλησίες τον πραγματικό κανόνα, και το γεγονός αυτό επιτάχυνε τη διαδικασία, η οποία είχε ήδη αρχίσει. Θα ήταν λάθος όμως να πει ή να γράψει κανείς, πως η Εκκλησία άρχισε να φτιάχνει τον Κανόνα όταν ο Μαρκίωνας είχε πια δημοσιεύσει το δικό του.
 Άλλοι λόγοι για τους οποίους έπρεπε να καθοριστούν ακριβώς τα βιβλία που είχαν θεϊκό κύρος, ήταν η ανάγκη ν' αποφασιστεί ποια βιβλία θα χρησιμοποιούνταν στις εκκλησιαστικές συγκεντρώσεις (παρόλο που μερικά βιβλία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν χωρίς να θέτουν δογματικό θέμα) και, επίσης, η ανάγκη να βρεθούν τα βιβλία που θα έπρεπε όχι να παραδίδονται, ύστερα από διαταγή, στην αστυνομία του αυτοκράτορα σε καιρό διωγμού, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να θεωρηθούν υπαίτιοι ιεροσυλίας.
 Υπάρχει όμως κάτι που πρέπει να τονισθεί. Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν έγιναν έγκυρα για την Εκκλησία, επειδή περιλήφθηκαν στον Κανόνα. Αντίθετα, η Εκκλησία το περιέλαβε στον Κανόνα, επειδή ήδη θεωρούσε πως ήσαν εμπνευσμένα από τον Θεό, αναγνώριζε την αξία τους και γενικά την αποστολική τους εγκυρότητα, άμεσα ή έμμεσα.
 Οι πρώτες εκκκλησιαστικές συνελεύσεις για την ταξινόμηση των κανονικών βιβλίων έγιναν και οι δυο στη Βόρεια Αφρική - στην Ιππώνα το 393 μ.Χ. και στην Καρχηδόνα το 397 μ.Χ., αλλά αυτές οι σύνοδοι δεν επέβαλαν κάτι καινούργιο στις Χριστιανικές κοινότητες, απλά κωδικοποίησαν ό,τι ήδη ήταν αποδεκτό σ' αυτές τις κοινότητες.
 Υπάρχουν πολλά θεολογικά θέματα που προκύπτουν από την ιστορία του Κανόνα, στα οποία δεν μπορούμε να υπεισέλθουμε εδώ. Για μια όμως πρακτική επιβεβαίωση, πως η Εκκλησία έκανε τη σωστή εκλογή πρέπει να συγκρίνει τα βιβλία της Καινής Διαθήκης με τις διάφορες πρώιμες μαρτυρίες που συνέλεξε ο M.R.James στο έργο Apocryphal New Testament (1924), ή ακόμα και με τα έργα των Αποστολικών Πατέρων.
 Δύο λόγια μόνο θα προσθέσουμε σχετικά με το «Ευαγγέλιο κατά Εβραίους», το οποίο, όπως αναφέρθηκε, τοποθέτησε ο Ωριγένης στη λίστα των βιβλίων για τα οποία υπήρχαν διαφωνίες στην εποχή του. Αυτό το έργο, που κυκλοφόρησε στην Υπεριορδανία και την Αίγυπτο σε Ιουδαίο-Χριστιανικές ομάδες, που ονομάζονταν Εβιωνίτες, παρουσίαζε ομοιότητες με το κανονικό Ευαγγέλιο του Ματθαίου. Ίσως και να ήταν μια ανεξάρτητη επέκταση ενός Αραμαϊκού κειμένου, που συγγένευε με το κανονικό κατά Ματθαίο. Ήταν γνωστό στην ελληνική του μετάφραση, σε μερικούς από τους πρώτους Χριστιανούς Πατέρες.
Ο Ιερώνυμος (347-420 μ.Χ.) ταύτιζε το Ευαγγέλιο κατά Εβραίους» μ' ένα που είχε βρει στη Συρία, που ονομαζόταν Ευαγγέλιο των Ναζαρηνών, και το οποίο κατά λάθος το θεώρησε αρχικά σαν το Εβραϊκό (ή Αραμαϊκό) πρωτότυπο του Ματθαίου. Είναι πιθανό, σε λάθος του επίσης, να οφείλεται κι η ταύτισή του με το κατά Εβραίους Ευαγγέλιο. Το Ναζαρηνό Ευαγγέλιο που βρήκε ο Ιερώνυμος (και μετέφρασε στα Ελληνικά και Λατινικά) ίσως ήταν απλά μια Αραμαϊκή μετάφραση του κανονικού Ελληνικού κατά Ματθαίον. Πάντως, τόσο το Ευαγγέλιο κατά Εβραίους όσο και το Ευαγγέλιο των Ναζαρηνών, είχαν κάποια σχέση με το Ματθαίο, και πρέπει να τα ξεχωρίζει κανείς από την πληθώρα των Απόκρυφων Ευαγγελίων που κυκλοφορούσαν τότε, και τα οποία δεν ενδιαφέρουν την παρούσα ιστορικής μας μελέτη. Αυτά, όπως και παρά πολλά βιβλία απόκρυφων «Πράξεων», και άλλα παρόμοια κείμενα, είναι σχεδόν καθ' ολοκληρίαν καθαρά μυθιστορήματα. Ένα από τα βιβλία των Απόκρυφων Πράξεων όμως, οι «Πράξεις του Παύλου», αν και είναι οπωσδήποτε ένα μυθιστόρημα του δεύτερου αιώνα παρουσιάζει ενδιαφέρον επειδή περιέχει ένα λογοτεχνικό πορτραίτο του Παύλου, και το οποίο λόγω του ρωμαλέου και πρωτότυπου χαρακτήρα του θεωρήθηκε από τον Sir William Ramsay πως ενσωματώνει μια παράδοση για την εμφάνιση του αποστόλου, και που διατηρήθηκε στη Μικρά Ασία. Ο Παύλος περιγράφεται σαν «ένας άνδρας κοντός, με πυκνές βλεφαρίδες, μάλλον μεγάλη μύτη, φαλακρός, στραβοκάνης, δυνατός, γεμάτος χάρη, καθώς μερικές φορές έμοιαζε με άνδρα κι άλλοτε είχε πρόσωπο αγγελικό».
 
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣΕίναι άραγε αξιόπιστα;
F.F. Bruce Καθηγητής Πανεπιστημίου


Read more: http://www.egolpion.com/keimena_kd.el.aspx#ixzz2aSGdWxL0