Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ἡ Οὐνία στὴν Ἑλλάδα

Ἡ Οὐνία στὴν Ἑλλάδα



Τοῦ πατρὸς Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Μιλώντας γιὰ Ἑλλάδα, ἐννοοῦμε τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος (1839 κ.ε.), διότι ἤδη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δουλείας (Τουρκοκρατίας, Ἐνετοκρατίας) οἱ ἀνοργάνωτοι ἀκόμη Οὐνίτες ἀνέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα στὸν ἱστορικὸ ἑλληνικὸ χῶρο, κινούμενοι τόσο στὰ ὅρια τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ὅσο καὶ στὶς ἐνετοκρατούμενες περιοχές. Ὅπως καὶ παραπάνω ὑπογραμμίσθηκε, οἱ ἀπόφοιτοί του Κολλεγίου τοῦ Ἄγ. Ἀθανασίου ἀνέπτυξαν ἔντονη οὐνιτικὴ (ἑνωτικὴ) δραστηριότητα μεταξὺ τῶν ὁμογλώσσων καὶ ὁμοεθνῶν τους. Οἱ Ἰησουΐτες, ποὺ ἐνίσχυαν τὴν οὐνιτικὴ αὐτὴ κίνηση, ἐμφανίσθηκαν ἀπὸ τὸ 1583 καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μὲ τὰ μέσα ποὺ διέθεταν (χρῆμα, ἐκδόσεις, πολιτικὴ κάλυψη) ἔγιναν ὁ «κακὸς δαίμονας» τῆς Ρωμαίικης Ἐθναρχίας, ποὺ εἶχε τὴν εὐθύνη γιὰ ὁλόκληρο τὸ ρωμαίικο μιλλέτι, τοὺς Ρωμηοὺς-Ὀρθοδόξους-τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Μικρασίας.
Οἱ κατὰ καιροὺς ἐνέργειες τῶν ἐκκλησιαστικῶν Ἡγετῶν καὶ μάλιστα Πατριαρχῶν, κατὰ τῆς δράσεως τῆς Οὐνίας, εἶναι ἄμεση ἐπιβεβαίωση τῆς φθοροποιοῦ παρουσίας της στὴν «κάθ΄ἠμᾶς Ἀνατολήν». Ἀκριβῶς ἡ δράση τοῦ Παπισμοῦ στὴν...
 Ἀνατολὴ μέσω τῆς Οὐνίας ἦταν ἡ ἀφορμὴ συγκλήσεως τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1722 στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Γ’, Ἀντιοχείας Ἀθανάσιος Γ’ καὶ Ἱεροσολύμων Χρύσανθος. Ἡ Σύνοδος σὲ σχετικὴ Ἐγκύκλιό της πρὸς τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα κατεδίκασε τὴν Οὐνία καὶ ἐπεσήμανε τοὺς κινδύνους ποὺ περιέκλειε ἡ δράση της στὴν Ἀνατολή.
Σὲ ἀνάλογη ἐνέργεια προέβη καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ’ τὸ 1838, φανερώνοντας ἔτσι τὸν συνεχιζόμενο οὐνιτικὸ κίνδυνο. Ἡ πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τοὺς ἀποκαλεῖ «προβατόσχημους λύκους, δολίους καὶ ἀπατεώνας», στηλιτεύοντας τὴ σκοτεινὴ δράση τοὺς κυρίως στὴ Συρία, Αἴγυπτο καὶ Παλαιστίνη. Μετὰ τὸν κριμαϊκὸ πόλεμο ἄρχισε ἡ κρίση τῶν Οὐνιτῶν στὴ Βουλγαρία, ἐπαρχία τῆς Ρωμαίικης Ἐθναρχίας, μία κίνηση ποὺ παράλληλα μὲ ἄλλους παράγοντες (πανσλαβισμὸς) ὁδήγησε στὸν Βουλγαρικὸ σχίσμα τοῦ 1870 καὶ τῆς Βουλγαρικὴ Ἐξαρχία (1872). Ἀλλὰ καὶ τὸ 1887 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο στηλίτευσε τὴν παράνομη δράση τῶν Οὐνιτῶν σὲ Ἐγκύκλιό του.
Ἀπὸ τὸ 1897 ἀρχίζει ἡ δράση στὴν Ἀνατολὴ τῶν Γάλλων Ἀσσομπσιονιστῶν μοναχῶν, ἀπεσταλμένων τοῦ Πάπα Λέοντος ΙΓ’. Ἡγετικά τους στελέχη ἤσαν οἱ γνωστοὶ καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη L. Petit καὶ J. Pargoire, ποὺ ἐκηλίδωσαν τὴν ἐπιστημονικὴ φήμη τους μὲ τὸν προπαγανδιστικό τους ρόλο. Οἱ Ἀσσομπσιονιστὲς ἀνέλαβαν τὴν ὑποστήριξη τῶν Οὐνιτῶν τῆς Βουλγαρίας καὶ προπαγάνδιζαν τὴν Οὐνία στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Θράκη. Μὲ ἐντολὴ τοῦ πάπα Βενέδικτου ΙΓ’ Λατίνοι Κληρικοὶ λειτουργοῦσαν μὲ ὀρθόδοξα ἄμφια σὲ ναοὺς τῶν παπικῶν σχολείων τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ προπαγανδιστικούς, φυσικά, λόγους. Ἔτσι, ἀναγκάστηκε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἰωακεὶμ ὁ Γ’ νὰ ἐκδώσει (24.3.1907) νέα ἐγκύκλιο κατὰ τῶν Οὐνιτῶν καὶ τῆς Παπικῆς προπαγάνδας.
Μὲ τὴν καθοδήγηση καὶ ὑποστήριξη τῶν Ἀσσομπσιονιστῶν, ποὺ κυκλοφοροῦσαν μὲ ὀρθόδοξη περιβολή, ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτοι Ἕλληνες Οὐνίτες στὰ 1907, ὀργανωμένοι σὲ συγκεκριμένη κοινότητα. Μαθητὴς τοῦ προπαγανδιστοῦ Ὑακίνθου Μαραγκοῦ, δομινικανοῦ μοναχοῦ, ἦταν ὁ κληρικὸς Ἠσαΐας Παπαδόπουλος, ὁ ὁποῖος ἔδρασε προσηλυτιστικὰ στὴν Πόλη καὶ ἀργότερα κλήθηκε στὴ Ρώμη, ὅπου χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Γρατιανουπόλεως. Ἤδη τὸ 1877 εἶχε γίνει παπικός. Βοηθὸς τοῦ Ἤσ. Παπαδοπούλου ἦταν ὁ Γεώργιος Χαλαβαζής, γεννημένος στὴ Σύρο ἀπὸ παπικοὺς γονεῖς. Σπούδασε στὸ οὐνιτικὸ Κολλέγιο τῆς Ρώμης καὶ τὸ 1907 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ παπικὸ ἐπίσκοπο. Στάλθηκε ὅμως στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀνέλαβε οὐνιτικὴ δράση, ἡ ὁποία τόσο ἐκτιμήθηκε ἀπὸ τὸν πάπα Βενέδικτο, ὥστε τὸ 1920 τὸν προήγαγε σὲ τιτουλάριο ἐπίσκοπο Θεοδωρουπόλεως. Ἡ δράση του, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων συνεργῶν του, στράφηκε ἰδιαίτερα στὴν ἑλληνικὴ νεολαῖο μέσω τῆς παιδείας. Ἑκατοντάδες ἑλληνόπουλα τρέφονταν μὲ τὸ δηλητήριο τῆς παπικῆς Οὐνίας. Ἵδρυσαν, μάλιστα, καὶ γυναικεῖο μοναχικὸ τάγμα «ἀδελφῶν Ἑλληνίδων», μὲ τὸ ὄνομα «Θεοτόκος Παμμακάριστος», ποὺ κυκλοφοροῦσαν μὲ τὸ ὀρθόδοξο ράσο καὶ γιὰ νὰ μὴ κινοῦν ὑποψίες καὶ γιὰ νὰ δροῦν εὐκολότερα.
Στὴν κυρίως Ἑλλάδα (Ἑλληνικὸ Κράτος) ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὑπὸ τὸν Μητροπολίτης (Ἀρχιεπίσκοπο) Ἀθηνῶν Θεοκλητὸ Ἃ’ ἐξέδωσε Ἐγκύκλιο τὸ 1903, ἐπισημαίνοντας τὸν κίνδυνο ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση πρακτόρων τῆς Οὐνίας στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. Ὡς τὸ 1922 δὲν μπόρεσε νὰ ὀργανωθεῖ ἡ οὐνιτικὴ προπαγάνδα στὴν Ἑλλάδα. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1922 ὅμως, μετὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφή, ὁ Γεώργιος Χαλαβαζὴς μετέφερε τὸ κέντρο τῆς δράσεώς του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὴν Ἀθήνα, ἐγκαθιστώντας τὸ σχολεῖο τους στὸ Ἡράκλειο τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὸ τάγμα τῶν καλογραιῶν τους στὴ Νάξο. Στὴν Ἀθήνα συνέχισαν τὴν «φιλανθρωπική» τους δραστηριότητα, ἀναπτύσσοντας μεγάλη κινητικότητα στὸν κοινωνικὸ χῶρο γιὰ τὴν προβολή τους, καὶ μάλιστα μεταξὺ τῶν προσφύγων, σὲ σημεῖο ποὺ ὁ Γ. Χαλαβαζὴς νὰ παρασημοφορηθεῖ ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία! Αὐτὸ ὄχι μόνο ἑδραίωσε τὴν παρουσία τῶν Οὐνιτῶν στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ἐτόνωσε καὶ τὸ αὐτοσυναίσθημά τους, ὥστε νὰ ὑπογραμμίζουν, ὅτι τὸ ἔργο τοὺς ἀναπτυσσόταν «μὲ τὴν εὐμενῆ συγκατάθεση τῶν Ἀρχῶν». Ἀνάλογα ἔγραφαν στὶς Ἑταιρεῖες τους καὶ οἱ Προτεστάντες Μισσιονάριοι τὸν 19ο αἰώνα, κινούμενοι καὶ τότε μὲ τὴν προστασία τῶν Ἑλληνικῶν Ἀρχῶν…Κυρίως «κυρίες καὶ δεσποινίδες τῆς ἀριστοκρατίας (sic)» προπαγάνδιζαν τὴν ἐκπαιδευτικὴ δραστηριότητα τῶν Οὐνιτῶν. Ἡ ἀποδοχή τους, δηλαδή, ἐλάμβανε χώρα στὸν ἐκδυτικισμένο χῶρο τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας.
Ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀδράνησε, οὔτε ἄφησε τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα ἀπληροφόρητο. Πρώτη ἐπίσημη ἀντίδραση τῆς ἔγινε μὲ ἔγγραφό της Ι. Συνόδου πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως τὸ 1924, ἐπὶ ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Ἃ’ (Παπαδοπούλου). Ἡ καταγγελία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου συνοδευόταν μὲ διαμαρτυρία γιὰ τὴν ἀδιαφορία τοῦ Κράτους καὶ τὸ αἴτημα νὰ κλεισθοῦν ὁ οὐνιτικὸς ναὸς καὶ τὰ ἄλλα οὐνιτικὰ ἱδρύματα, διότι διευκόλυναν τὴ λατινικὴ προπαγάνδα στὴ Χώρα μας. Ἦταν δὲ ἤδη γνωστὴ ἡ ἀνθελληνικὴ στάση τῆς Ρώμης καὶ τοῦ Πάπα στὴ μικρασιατικὴ καταστροφή, ὅπως καὶ προηγουμένως στὸν Ἃ’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Στὶς 7 Ἀπριλίου 1925 ἐκδόθηκε Ἐγκύκλιος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου κατὰ τῶν Οὐνιτῶν, ποὺ προκάλεσε ἔντονη τὴν ἀντίδραση τοῦ Γεωργίου Χαλαβαζῆ. Ἀκολούθησε δὲ ἀλληλογραφία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν (1926 ἐ.), στὴν ὁποία ὁ Ἀθηνῶν Χρυσόστομος, καθηγητὴς Πανεπιστημίου καὶ Ἱστορικός, ἀναλύει μὲ δύναμη καὶ παρρησία τὸ οὐνιτικὸ πρόβλημα στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν κίνδυνο, πνευματικὸ καὶ πολιτικό, τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ. Ἀφήνει ὅμως, δυστυχῶς, ἀνέγγιχτο τὸ πρόβλημα τῆς οὐσίας τοῦ Παπισμοῦ, τῆς ἐκκλησιαστικότητάς του.
Τὸ πρόβλημα τῶν Οὐνιτῶν εἰσῆλθε καὶ στὴν Ἑλληνικὴ Βουλὴ (1929), χωρὶς ὅμως νὰ δοθεῖ λύση. Οἱ συνεχεῖς διαμαρτυρίες τοῦ Ἑλληνικοῦ Κλήρου ὁδήγησαν σὲ δύο δικαστικὲς ἀποφάσεις. Πρόκειται γιὰ βουλεύματα τοῦ Ἐφετείου Ἀθηνῶν (1930) καὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου (1931), ποὺ ἐπέβαλλαν στοὺς Οὐνίτες τὴν ἀπαγόρευση νὰ φοροῦν τὸ ἐξωτερικὸν ἔνδυμα τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν τῆς Χώρας, γιὰ νὰ ἀποφεύγεται ἡ ἐπιδιωκομένη ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες σύγχυσή τους μὲ τὸν ὀρθόδοξο Κλῆρο. Οὐδέποτε ὅμως οἱ Οὐνίτες σεβάστηκαν μὲ συνέπεια αὐτὴ τὴν ἀπόφαση. Ἀντίθετα ὁ Οὐνιτισμὸς ἁπλώθηκε καὶ στοὺς Ἕλληνες καὶ λοιποὺς Ὀρθοδόξους του ἐξωτερικοῦ (Εὐρώπης, Ἀμερικῆς) ἐπηρεάζοντας καὶ ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς διασπορᾶς τὴν ἐνδοελληνικὴ πραγματικότητα ὑπὲρ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν σχεδίων του.
Πηγή: π. Γ. Μεταλληνός, Οὐνία. Πρόσωπο καὶ προσωπεῖο. Ἡ Οὐνία χθὲς καὶ σήμερα, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 19993, σσ. 28-31.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου